.Αναμέτρηση με το Παράλογο: Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα Συριζαίοι;

Την περίοδο της ακμής του ΣΥΡΙΖΑ τη θυμόμαστε όλοι, και πλέον μέχρι και οι πιο δογματικοί υποστηρικτές του είναι σε θέση να την κατανοήσουν και να την αναλύσουν άψογα. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αιτιολογία της ανόδου του είναι το μόνο σκέλος της οντότητάς του ως προς το οποίο δεν διαφωνεί κανείς:

 Τα παλιά κόμματα χρεοκόπησαν γιατί εξάντλησαν το περιθώριο των ψεμάτων που μπορούσαν να πουν. Μέχρι να καταλάβουν ότι έπρεπε να ’χαν πει απ’ την αρχή την αλήθεια, το κοινό τους τα εγκατέλειψε προς αναζήτηση νέου, πειστικότερου ψεύτη. Στην πολιτική αγορά εύλογα προέκυψε ένα τεράστιο κενό και μια αντίστοιχου μεγέθους ζήτηση για ένα νέο επαναστατικό προϊόν...

 Ο ΣΥΡΙΖΑ άρπαξε την ευκαιρία, σέρβιρε το προϊόν και με το παραπάνω -τάζοντας ό,τι υπήρχε για να τάξει-, παράλληλα με τις υποσχέσεις προσέφερε ιδανική “αριστερή” ιδεολογική κάλυψη για τις συνειδήσεις των εκλογέων του, υφάρπαξε την ψήφο και ανέβηκε στην εξουσία. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Είπε ψέματα, τα έκανε μαντάρα, και οι επαναστάτες του περιέπεσαν στην αδράνεια του πολλαπλώς εξαπατημένου που κολλάει στον τελευταίο μαλάκα εραστή για να μην τον δουλεύουν οι φίλοι του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέβηκε στην εξουσία χάρη στους αριστερούς του ψηφοφόρους. Οι γνήσιοι αριστεροί είναι βέβαια γονοτυπικά ονειροπαρμένοι, αφελείς και φαντασιόπληκτοι, -γνωρίσματα που συνάδουν απόλυτα με την ανάδειξη αυτής της κυβέρνησης-, αλλά ως αυστηροί ιδεολόγοι είναι και λίγοι. Αν συνυπολογίσει κανείς, μάλιστα, τις λεπτές, σχεδόν θρησκευτικής φύσης φρονηματικές διαφορές τους, καταλαβαίνει ότι κι αυτοί οι λίγοι δεν τα βρίσκουν ούτε μεταξύ τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, εξελέγη χάρη στους απανταχού αγανακτισμένους, την εντελώς απολίτικη και νομαδικά τυχοδιωκτική μάζα, που θα πήγαινε με το μέρος οποιουδήποτε προθυμοποιούνταν να ενσαρκώσει τον Μεσσία της και να νομιμοποιήσει πολιτικά τον παραλογισμό της.

Η ιστορία, όμως, έχει δείξει ότι η παντοδύναμη αυτή μάζα που με την ορμητική της συσπείρωση δημιουργεί και καθιερώνει κυβερνήσεις που την διεγείρουν συναισθηματικά, εκδικείται με την ίδια ευκολία που αποθεώνει (το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τρανό παράδειγμα αυτής της αρχής).

Πώς γίνεται λοιπόν να υπάρχουν ακόμα Συριζαίοι; Πώς γίνεται μετά απ’ όλα τα κωμικοτραγικά πολιτικά ψέματα, τα μνημόνια που ήταν να σκιστούν αλλά έμειναν ανέπαφα, τα χρέη που θα διαγράφονταν αλλά διογκώθηκαν, την παλιά διαπλοκή που θα πατασσόταν αλλά τελικά γέννησε τη νέα, τη λιτότητα που ήταν να αποτιναχθεί αλλά διαιωνίζεται, να μην έχει διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε χίλια κομμάτια από αυτούς που τον έκαναν ό,τι είναι σήμερα;

Πώς γίνεται όλοι αυτοί που τάχα μου αγανάκτησαν με τα λαμόγια της μεταπολίτευσης να παρακολουθούν ατάραχοι τους κληρονόμους τους να παίρνουν σάρκα και οστά;
Φοβάμαι ότι η απάντηση βρίσκεται και πάλι στο περίφημο συναίσθημα. Οι Συριζαίοι παραμένουν Συριζαίοι παρά την προδοσία της κυβέρνησής τους, γιατί εθίστηκαν στην κουλτούρα που υιοθέτησαν ως “αγωνιστές” του κόμματος. 

Προσωποποίησαν την πολιτική αντιπαράθεση, κι αντί να πρεσβεύουν ιδέες και να μάχονται κατά ιδεών, έμαθαν να λατρεύουν ηγέτες και να μισούν τους αντιπάλους τους προσωπικά. Παραμένουν στις επάλξεις, δηλαδή, όχι τόσο από ιδεολογικό ζήλο, όσο επειδή έχουν πια εκπαιδευτεί να απεχθάνονται τους εχθρούς του κόμματος σαν δικούς τους.
Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση παραμένει σε γενικές γραμμές ίδια κι απαράλλαχτη, και το μίσος των Συριζαίων για την παλαιότητα που αυτή αντιπροσωπεύει, κάνει το ενδεχόμενο παραδοχής του λάθους τους να φαντάζει σαν προσχώρηση στις τάξεις της

. Ο Συριζαίος φοβάται να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τον εξαπάτησε για να μη χαρακτηριστεί από τους φίλους του Νεοδημοκράτης ή Πασόκος ή Ποταμίσιος – γιατί κατά τη μανιχαϊστική λογική που καλλιέργησε όντας υποταγμένος στον ΣΥΡΙΖΑ ‘όποιος δεν είναι μαζί μας είναι σίγουρα εναντίον μας ή εν πάση περιπτώσει μαζί με τον εχθρό μας’. 

Από την άλλη, βέβαια, το φαινόμενο των Συριζαίων-ζόμπι, που αρνούνται να πεθάνουν πολιτικά, παρά το ότι όλα δείχνουν ότι το αφήγημά τους έχει ήδη κηδευτεί, οφείλεται και σ’ έναν μη πολιτικό λόγο: Δεν έχει βρεθεί ακόμα το επόμενο τρένο να πηδήξουν, δεν έχει φανεί στον ορίζοντα το λαϊκό εκείνο trend που θα διαδεχτεί την (μπανάλ πλέον) επανάσταση της πλατείας και θα ενώσει κάτω από μία στέγη τους αιώνια αφιονισμένους Έλληνες που πάντα θα ψάχνουν σωτηρία από κάτι και εκδίκηση για κάτι άλλο.

Προς το παρόν και παρά την ολοένα επιδεινούμενη παρακμή της κυβέρνησης Τσίπρα, οι Συριζαίοι εξακολουθούν να υπάρχουν και να δρουν σαν ιδιότυπη οικογένεια. Δεν είναι σαφές αν έχουν αποκηρύξει το κόμμα τους, η σύνδεσή τους είναι κάπως ρευστή κι αβέβαιη σ’ αυτή τη φάση· νομίζω στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε οι ίδιοι δεν έχουν αποφασίσει αν και κατά πόσο τους εκπροσωπεί ή το εκπροσωπούν – μάλλον αγαπούν ή μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ ανάλογα με την (επιεική ή επικριτική) αντανάκλαση που βλέπουν στα μάτια του εκάστοτε συνομιλητή τους.

Το σίγουρο είναι ότι προσδιορίζονται ταυτοτικά με άξονα τον αντίπαλό τους. Κατασκευασμένοι πολιτικοί villains όπως η φασιστική Ευρώπη, ο παρανοϊκός Σόιμπλε, οι ανάλγητοι τραπεζίτες, οι φιλελέδες και τα συστημικά διαπλεκόμενα media προσδίδουν στον Συριζαίο υπόσταση και σκοπό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το κάνει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, εξ ου και τον βλέπουμε να επιβιώνει παρ’ όλο που η μήτρα του ατροφεί και συρρικνώνεται καθημερινά.

Με λίγα λόγια, μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τελειώσει, αλλά ο Συριζαίος θα συνεχίσει να υπάρχει. Κι αυτό, επειδή αφενός προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ οντολογικά, αφετέρου ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να τον επικαιροποιήσει, να τον εξοπλίσει με ανθεκτικά στην πρόοδο όπλα και να ευλογήσει τα τελευταία με ιδεολογική νομιμοποίηση (ανορθολογισμός, συνωμοσιολογία, αυθαιρεσία, γκαρίδες, λαϊκισμός, – όλα τους έφυγαν απ’ το περιθώριο και πλέον εξασκούνται απροκάλυπτα ως αρετές).


Με την (πολιτική) εξαφάνισή του να μοιάζει απίθανη, γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε πολιτισμική μεταβολή, μόνη μας ελπίδα τώρα είναι να μην ξαναβρεθεί κάποιος που θα ριζοσπαστικοποιήσει και θα μαζοποιήσει εκ νέου τον Συριζαίο. Η ανενεργή μορφή του αποτελεί τη μοναδική ρεαλιστική μας πιθανότητα να πάψουμε να τον λουζόμαστε.

.Η απολιτίκ πολιτική…

Η ομολογία Μπαλτά στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την αξιοποίηση του Ελληνικού, είναι μια κλασική απόδειξη, η πολλοστή, για τον τρόπο που ασκείται η πολιτική στην Ελλάδα: Συνήθως εφευρίσκεται ένα παράλογο αφήγημα, μια συλλογιστική πέρα από κάθε λογική, και πάνω εκεί επιχειρείται να οικοδομηθεί μια πολιτική επιχειρηματολογία που, κατά την Ευαγγελική ρήση, είναι «σκιάς ασθενέστερη».

 Προσπαθώντας να εξηγήσει την απόλυτη αλλαγή θέσης του ΣΥΡΙΖΑ για το Ελληνικό ο υπουργός Πολιτισμού, ανέπτυξε την καινοφανή θεωρία, ότι το κυβερνών κόμμα αναμετρήθηκε με «υπέρτερες» δυνάμεις και αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» αλλοίωσης στην κυβερνητική πράξη των αρχικών του θέσεων, τις οποίες, ωστόσο, σε κάποιο πάπυρο, προσεεκτικά αρχειοθετημένο σε ένα καλά φυλασσόμενο τέμενος της αριστεράς, διατηρεί αμετάβλητες!

 Ο κ. Μπαλτάς προφανώς ποντάρει στην ελλιπή γνώση της ευρωπαϊκής ιστορίας από τους ακροατές του, γιατί αλλιώς κάποιος θα βρισκόταν να του επισημάνει ότι ο ιστορικός συμβιβασμός του Ενρίκο Μπερλιγκουέρ οδήγησε το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα σε μια πραγματική, ομολογημένη και προβεβλημένη αλλαγή πολιτικών θέσεων, από το σταλινισμό στον ευρωκομμουνισμό. 

Κι ήταν ακριβώς αυτός ο γνήσιος μεταμορφισμός που ενέπνευσε τους Ιταλούς κι έφτασε το Κομμουνιστικό Κόμμα να έχει 1,8 εκατομμύρια μέλη. Ο κ. Μπαλτάς, προσπαθεί να μας πείσει για το ακριβώς αντίθετο: Ότι η πολιτική πράξη της κυβέρνησης είναι πλήρως υπαγορευμένη από τις «υπέρτερες δυνάμεις» δηλαδή τους δανειστές, ενώ η ίδια η κυβέρνηση, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί αλώβητες, πολιτικά και ιδεολογικά παρθένες, τις αρχικές του θέσεις. Τέτοια διαστρέβλωση της πραγματικότητας, τόσος σανός για όσους είναι πρόθυμοι να τον καταναλώσουν... 

Από την άλλη μεριά, η Νέα Δημοκρατία ασκεί κι εκείνη μια απολιτίκ πολιτική: Ενώ επιθυμεί να εμφανίζεται ως «το νέο» στην πολιτική ζωή, με υπεσχημένη αλλά ακόμα αόρατη «γενναία ανανέωση σε πρόσωπα και πολιτικές», ωστόσο δεν χάνουν τα στελέχη της καμία ευκαιρία που να μην αναφερθούν πομποδώς και με ενθουσιασμό στα επιτεύγματα των κυβερνήσεων 2004-2009 και 2012- 2014. Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, ότι την πολιτική αντιπαράθεση, ο πολίτης την προσλαμβάνει με στερεότυπα, τα οποία δεν αλλάζουν μεμιάς, αλλά σταδιακά και σε βάθος χρόνου. 

Πώς είναι δυνατό να θεωρεί η αξιωματική αντιπολίτευση ότι θα εμφυσήσει στους πολίτες την εικόνα ενός κόμματος με «γενναία ανανέωση σε πρόσωπα και πολιτικές», δηλαδή ένα νέο πολιτικό προϊόν, όταν σε κάθε ευκαιρία υπερασπίζονται παλαιά πρόσωπα και παλαιές πολιτικές; Σημασία εν προκειμένω δεν έχει εάν οι πολιτικές είναι δικαιωμένες ή όχι. Σε άλλες χώρες είναι δικαιωμένες, όχι στην Ελλάδα. Συγχρόνως, όμως, η επίμονη τάση να υπερασπίζεται αυτό το κόμμα πολιτικές και πρόσωπα που οι πολίτες έχουν ανεπίστρεπτα καταδικάσει, υπονομεύει σε καθοριστικό βαθμό την επιχείρηση «νέοι κι άφθαρτοι στη Νέα Δημοκρατία».

Κοντολογίς, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύεται ως κυβέρνηση με πολιτικές που βαπτίζει «της ανάγκης», διατηρώντας –όπως λέει- σε ένα παράλληλο σύμπαν τις παλαιές, αμόλυντες κι ανόθευτες πολιτικές του θέσεις, η δε Νέα Δημοκρατία προβάλλει τους νέους ανθρώπους της, οι οποίοι υπερασπίζονται με κάθε ευκαιρία την παλαιά ΝΔ, το παλαιό πολιτικό σύστημα, δηλαδή ό,τι θέλει να εξαφανίσει ο Έλληνας πολίτης. 

Πολιτική, χωρίς πολιτική είναι αυτό. Απολιτίκ πολιτική...

.Μαγιό με μανίκια;

Απογοήτευση! Ούτε μία σωστή λαμογιά δεν μπορούν να στήσουν αυτοί οι άνθρωποι. Συν ότι τους λείπει η κομψότητα και η αισθητική. Οι αυταπάτες συνεχίζουν να κυριαρχούν ανηλεώς και τα στελέχη φαίνεται περισσότερο να υποδύονται ρόλους, να κάνουν στα ασήμαντα και στα αφορολόγητα τους αριστερούς, φερόμενοι συντηρητικά στα βαριά και σημαντικά θέματα.

Κι ευτυχώς, διότι, αν φερόντουσαν πραγματικά “αριστερά”, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν συντηρητικότερο, καθόσον εδώ και χρόνια το ευώνυμον κέρας είναι σκέτη φορμόλη. Η λέξη “προοδευτικότητα” λεηλατήθηκε κι αυτή και πρέπει να την πάρουμε πίσω...

 Άνδρες βαναύσων ηθών σε στιλ Πολάκη ή αβρών τρόπων σαν του Τσακαλώτου συναγωνίζονται σε αδεξιότητα και αστοχίες. Καταρχήν όλη αυτή η ποιμενική συμφωνία με βοσκοτόπια και τους βουκόλους έχει ξεπεράσει τα όρια μιας θεατρικής κωμικοτραγικής Γκόλφως, που θέλει να παίξει γκολφ.

Τουλάχιστον ο ευτραφής και ροδομάγουλος Κοσκωτάς είχε κάποιο στιλ, σε αποπλανούσε και το φχαριστιόσουνα -είχε το παρουσιαστικό του καλού παιδιού, ήταν ένας μεγαλοαπατεώνας με τακτ, είχε πάνω του τον αέρα του αστού κι όχι του γενειοφόρου, που πουλάει αριστερά με θαλασσοδάνεια και δανεικούς βοσκότοπους, για να μας επιμορφώσει τηλεοπτικώς, ισορροπώντας διά της μικρής οθόνης τη ζημιά που κάνει ο Φίλης στην παιδεία. 

Ο οποίος τα βάζει επιπλέον και με την Εκκλησία, ενώ η ιστορική εμπειρία, μέχρι και η Τουρκοκρατία έδειξαν ότι η θρησκεία δεν πολεμιέται, καθότι εκφεύγει του Λόγου, είναι πίστη. Αλλά ο Φίλης θέλει να αυτο-επαληθευτεί ιδεοληπτικώς, να βάλει κι αυτός τα δικά του κανάλια και μάλιστα χωρίς διαγωνισμό-πόκερ στην παιδεία. Παρεισάγει τους δικούς του Καλογρίτσες στα σχολεία.
Καθόσον ένας έστω και ονόματι αριστερός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς προπαγάνδα -ο χώρος είναι το φόρτε του. Ο λεγόμενος και “γύφτικος πρόλογος”, όπως όταν ο Ρομά θέλει να σου πουλήσει το χαλί.

Στη βάση της όλη η ιστορία αυτών που τραβάμε έχει να κάνει κυρίως με την προπαγάνδα και την ανάστροφη πράξη. Εξ ου και η γνωστή ρήση, “αφού δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα, αλλάζουν τις λέξεις”. Το πιο νόστιμο όμως είναι πως ακολουθούν στην πράξη νεοφιλελεύθερη πολιτική με ζήλο περισσότερο των όντως υπερφιλελεύθερων, ως ένα είδος ιδεολογικού γενιτσαρισμού, που πάντα πλειοδοτεί στην Ιστορία -πρέπει να πειστούν τα αφεντικά ότι πράττουμε δεξιά και ο λαός ότι πράττουμε αριστερά. Και τελικά όλα γίνονται σπασμωδικά και παράγουν ημισκούμπρια, με παλινωδίες και χασμωδίες, ως αμφίθυμη αγγαρεία.

Επιπλέον βγαίνουνε υπουργοί και στελέχη με διαρκώς αντικρουόμενες απόψεις, σαν να θέλουν να παρηγορήσουν τους πάντες, σαν να εκφέρεται μία εκδοχή για κάθε πικραμένο και εντέλει πικραίνουν τους πάντες. Δεν ξέρουν πια ποιο είναι το τάργκετ γκρουπ. Ο λαός βέβαια, θα πεις. Αλλά ποιος λαός από όλους, που τα πράγματα έχουν μπλεχτεί αξεδιάλυτα τώρα με τον καταναλωτισμό και την παγκοσμιοποίηση, και πώς να κάνεις ταξικό αγώνα, όταν οι τάξεις δεν είναι εκείνες του 1920 αλλά του 2016 και το εργαλείο ανάλυσης που έχεις είναι πεθαμένο λικέρ;

 Εξ ου και όλο αυτό το μάταιο μπέρδεμα και οι συμπεριφορές μεταπολεμικής δεξιάς με αριστερή ρητορική -αν δε προσθέσεις και τον Καμένο, τότε έρχεται και δένει αρμονικά το πράγμα. Είναι σαν να πλέκεις μαγιό με μανίκια.
Γι’ αυτό και δεν μπορούν να κάνουνε μία έστω λαμογιά της προκοπής. Είτε στη δικαιοσύνη είτε στα κανάλια ή στους πρόσφυγες. Διότι τίποτε δεν πετυχαίνει, όταν δεν ξεκινά από μία καθαρή, πραγματοποιήσιμη ιδέα και μία ηθική βάση.

 Το λένε οι κυνηγοί: Όποιος κυνηγά πολλούς λαγούς χάνει και τη σκιά τους. Το χειρότερο είναι να νομίζεις ότι κυνηγάς λαγούς, ενώ πρόκειται για πολύ άγρια θηράματα -να πάλι η αυταπάτη. Η “χάρτινη τίγρης” επιστρέφει ζωντανή, κανονική και εξαγριωμένη.

Κρίμα, διότι, αν περιορίζονταν θεληματικά σε μία αποτελεσματική διαχείριση, την οποία τελικώς κάνουν αναγκαστικά, θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Αλλά πώς να αγιάσεις -δεν σ’ αφήνει η Ιδέα και τώρα βέβαια η εξουσία.

.Μπορεί ο Μητσοτάκης να ηγηθεί μιας... εθνικής κάθαρσης;

Στις δημοσκοπήσεις που βγαίνουν τις τελευταίες ημέρες λείπει μια ερώτηση. «Μπορεί η Νέα Δημοκρατία να πολεμήσει τη διαπλοκή; Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ηγηθεί μιας... εθνικής κάθαρσης»;
Η ερώτηση αυτή δεν γίνεται, παρά το γεγονός ότι αποτελεί διακηρυγμένο στόχο και απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός. Όλοι ρωτούν για την καταλληλότητα, την παράσταση νίκης, αν είναι καλές οι τηλεοπτικές άδειες και δεν ρωτούν τον κόσμο αν πιστεύει πως ο εν δυνάμει πρωθυπουργός μπορεί να μπει μπροστά και να πολεμήσει πραγματικά τις φαμίλιες που κυβερνούν τον τόπο, τα επιχειρηματικά συμφέροντα που συνεχίζουν να βγάζουν λεφτά, τους κρυφούς και φανερούς «παίκτες» που ήδη στηρίζουν τη ΝΔ για να έχουν στο άμεσο μέλλον ευνοϊκή μεταχείριση.
Τα ερωτήματα είναι απλά διότι με τη ΝΔ στο κατώφλι της εξουσίας θα πρέπει να μας απασχολήσουν όλους. Και γιατί αν ξαναδούμε τα συμπτώματα του παρελθόντος, τις λαμογιές και τα κόλπα, τις μίζες και τα σκληρά επιχειρηματικά συμφέροντα που ήλεγχαν την εξουσία εδώ και δεκαετίες, τότε δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει κυβέρνηση.
Όπως έχουμε ξαναγράψει άλλωστε, οι πολίτες δεν θέλουν μια νερόβραστη ΝΔ, αλλά μια δύναμη ανατροπής η οποία θα τολμήσει να τα βάλει με όλα τα συμφέροντα. Για παράδειγμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει όλη την καλή διάθεση να τα βάλει με τον Μαρινάκη; Ή με τον Σαββίδη ή με τον κάθε «γαλάζιο» Καλογρίτσα που θα εμφανιστεί, κι αυτό είναι σίγουρο;
Γιατί π.χ. δημιουργείται το οξύμωρο, να πολεμά η ΝΔ τους νέους καναλάρχες αλλά η Ντόρα Μπακογιάννη να έχει άριστες σχέσεις με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού. Πώς θα το αντιμετωπίσει αυτό ο αρχηγός της ΝΔ όταν γίνει πρωθυπουργός;
Θα μπορέσει επίσης να τα βάλει με εταιρείες που παίζουν ακόμη «κρυφά» και ύπουλα και παίρνουν δουλίτσες όχι με την αξία τους αλλά με μίζες; Διότι ακόμη και σε χρεοκοπημένη χώρα πάντα βρίσκουν να φυτρώσουν τίποτε μπουμπούκια όπως η... Siemens.
Το ερώτημα λοιπόν που καλούνται να απαντήσουν όσοι θέλουν να πάρουν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους είναι απλό. Η διαπλοκή στην Ελλάδα είναι πολυπλόκαμη και δεν μπόρεσε κανείς να την πολεμήσει. Ο κ. Μητσοτάκης που θέλει να φέρει, και μπράβο του, άλλον αέρα στην πολιτική, μπορεί να κάνει κάτι; Δεδομένου βεβαίως ότι ανήκει σε μια πολιτική οικογένεια που έχει ιδιαίτερη... σχέση με τα συμφέροντα και τα επιχειρηματικά τζάκια.

Και δεδομένου ότι με το που είδε ορισμένες καλές δημοσκοπήσεις «κινητοποίησε» τις φαμίλιες που ελέγχουν και την ενημέρωση και τις μπίζνες στην Ελλάδα, ώστε να σταθούν δίπλα του... με το αζημίωτο βεβαίως.

.

.

ZOGRAFOU NEW POLIS ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

.

.

Η ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ ΜΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΩΤΗΣ ΕΔΩ

.

.

ΖΩΓΡΑΦΟΥ NEWS1 ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

.

.