Η σχέση της πολιτικής
εξουσίας με την Εκκλησία για ιδιοτελείς κομματικούς σκοπούς, είναι βαθιά
προβληματική εδώ και πολλά χρόνια. Έχουμε παρακολουθήσει άπειρες φορές την
προσπάθεια προσέλκυσης των πιστών από πολιτικούς μέσω του προσεταιρισμού
διαφόρων εκπροσώπων της επίσημης Εκκλησίας. Ο καθένας, φυσικά και οι πολιτικοί
δικαιούται να έχει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, αρκεί να μην τις θυμάται
στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις ή ακόμα χειρότερα να τις
"εμπορεύεται" για ψηφοθηρικούς λόγους.
Αυτός ο στενός
εναγκαλισμός κρατικής και πολιτικής εξουσίας, με τους εκπροσώπους της Εκκλησίας
δεν ωφελεί ούτε τη μία πλευρά ούτε την άλλη. Ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν με
την ιστορία των ταυτοτήτων μια διχαστική διαμάχη, που επαναλαμβάνεται έκτοτε με
διάφορες αφορμές και προσχήματα, τραυματίζοντας και την Εκκλησία και το
πολιτικό σύστημα.
Ουδείς αμφιβάλλει ότι
η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων έχει διαχρονικά ταυτιστεί με την Ορθοδοξία.
Αυτή η προσωπική και πνευματική σχέση δεν μπορεί όμως να ταυτίζεται με την
κρατική εξουσία. Ούτε πολύ περισσότερο μπορεί οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας να
διεκδικούν, ως αναφαίρετο δικαίωμα τους, να επιβάλλουν κανόνες στη δημόσια ζωή
ή στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Θα έπρεπε να είναι
επίσης σαφές ότι θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι η θρησκευτική
ελευθερία, δεν λύνονται στις ευνομούμενες κοινωνίες με δημοψηφίσματα,
όπως άφησε να εννοηθεί χθες ο αρχιεπίσκοπος. Χρειάζεται προφανώς δημόσιος
διάλογος, ψυχραιμία, νηφαλιότητα και όχι διχαστικές πολιτικές αντιπαραθέσεις,
όπως αυτές που οδηγεί αναγκαστικά ένα δημοψήφισμα.
Οι κραυγές κάποιων
παθιασμένων και ακραίων ιεραρχών, όπως και αντίστοιχα κάποιων πολιτικών δεν
προσιδιάζουν στο ρόλο της Εκκλησίας, ούτε βοηθούν μια κοινωνία ήδη βαθιά
τραυματισμένη και διχασμένη από την κρίση που βιώνει. Ας το αντιληφθούν όλοι
προς το καλό και της Εκκλησίας και της Πολιτείας.