Με γνώμονα τον τζίρο που επωφελείται από το όνομά τους,
δεν χωράει αμφιβολία ότι ο κυριολεκτικά ουρανοκατέβατος Αϊ-Βασίλης νικάει άνετα
τον Αγιο Βαλεντίνο, έναν υποτιμητικά εννοούμενο ουρανοκατέβατο, μια και στο
ανατολικό εορτολόγιο τον πρόσθεσε η αγορά.
Αποχριστιανισμένος είναι βέβαια ο
κοκκινοντυμένος παππούς, με μηδαμινή σχέση με τον εκ Καππαδοκίας ιεράρχη,
πάντως και βαθύτερα στον χρόνο πάει ο θρύλος του, αναμειγνύοντας Ανατολή και
Δύση, αλλά και πολύ περισσότερες ημέρες έχει στη διάθεσή του για να διευρύνει
τη συναισθηματική και οικονομική του επικράτεια, μια και τον βλέπουμε στα
μπαλκόνια ήδη από τον Νοέμβριο, και μάλιστα σχεδόν από το ξεκίνημά του πια.
Επιπλέον, γεγονός καθοριστικό, η κινηματογραφική βιομηχανία, ένας οικουμενικής
αίγλης κατασκευαστής παραμυθιών που υποκαθιστά τους παππούδες και τις
γιαγιάδες, κι από κοντά η τηλεοπτική, ασχολήθηκαν πολύ πιο νωρίς μαζί του,
χρησιμοποιώντας δε και λίγη ξεθυμασμένη λογοτεχνία, κατόρθωσαν να εισαγάγουν
και να επιβάλουν τη φιγούρα του ακόμα και στην τεράστια αγορά των μη
χριστιανικών χωρών.
Μια φιγούρα-σύμβολο του «κλίματος των ημερών», που πάει κι
έρχεται σε στόματα και γραφίδες, ανταγωνιζόμενη το «πνεύμα των Χριστουγέννων»·
δύο φρασίδια που επιχειρούν, πιθανόν μάταια, να εμπλουτίσουν με κάτι
ευγενέστερο υποθέσεις καταναλωτισμού.
Εχει τα καλά του και τα κακά του το «κλίμα των ημερών», τα παλιά και τα νεότερα, τα γηγενή και τα εισαγόμενα. Την αναλογία των γνωρισμάτων αυτών την προσδιορίζει κανείς κατά τις πάγιες αντιλήψεις του αλλά και κατά την περιστασιακή του διάθεση.
Εχει τα καλά του και τα κακά του το «κλίμα των ημερών», τα παλιά και τα νεότερα, τα γηγενή και τα εισαγόμενα. Την αναλογία των γνωρισμάτων αυτών την προσδιορίζει κανείς κατά τις πάγιες αντιλήψεις του αλλά και κατά την περιστασιακή του διάθεση.
Πολλοί απολαμβάνουν την εορταστική ατμόσφαιρα, ακόμα
κι αν αναγνωρίζουν τον πλασματικό χαρακτήρα της, και την περιμένουν εναγωνίως,
παρότι και το «δώρο» ή ο δέκατος τρίτος μισθός συγκαταλέγεται πια στις
αναμνήσεις ή στους αστικούς μύθους. Αρκετοί είναι όμως και όσοι δηλώνουν
αλλεργικοί στην κατασκευασμένη υπερβολή και παραφορά, στον όλο γλυκερό
πληθωρισμό.
Κι αυτό ανεξάρτητα από τα οικονομικά τους, ανεξάρτητα επίσης και
από την πιθανότητα να επιμένουν σε μια παπαδιαμαντική θέαση και βίωση των
πραγμάτων, ίσως ανέφικτη πια.
Αλλοι πάλι, για να μείνουμε σε ένα νεότερο έθιμο που τη διάδοση και την εμπέδωσή του τις ευνόησε ιδιαίτερα η τηλεόραση, δηλώνουν αλλεργικοί στην εορταστική κατάχρηση της μαντινάδας.
Αλλοι πάλι, για να μείνουμε σε ένα νεότερο έθιμο που τη διάδοση και την εμπέδωσή του τις ευνόησε ιδιαίτερα η τηλεόραση, δηλώνουν αλλεργικοί στην εορταστική κατάχρηση της μαντινάδας.
Το ’χουν το δίκιο τους, αν κρίνουμε από τα
άνευρα δίστιχα που απευθύνουν σε μέλη της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας
ορισμένοι εθιμικοί επισκέπτες τους, βρακοφόροι ή μη, κομίζοντας στην πρωτεύουσα
τη νησιωτική συνήθεια έμμετρης υποδοχής επισήμων.
Το ζητηματάκι αυτό είναι της
κοινωνιολογίας, όχι της φιλολογίας. Δεν συντρέχει λόγος να αδικείται μια
σπουδαία ποιητική παράδοση για τις ανάγκες της κολακείας και μόνο ή της
επίδειξης. Στο κάτω κάτω, αν ήταν μόνο η ρίμα της η έρμη η μαντινάδα, ε, θα
μαντιναδολόγαγε σύμπασα η Ελλάδα. Παλιό δίστιχο...