Δεν περιμέναμε από τον κ. Αλέξη Τσίπρα να λύσει τα
δυσεπίλυτα προβλήματα που σωρεύτηκαν επί έτη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θα
περιμέναμε, όμως, από τον πρωθυπουργό της χώρας να τα γνωρίζει σε βάθος.
Βεβαίως συνηθίσαμε τις πραγματολογικές ανακρίβειες του κ. Τσίπρα, όπως αυτό που
είπε στη Σμύρνη, ότι δηλαδή το casus belli «είναι κατάλοιπο της δεκαετίας του
1960», ενώ και οι πρωτοετείς φοιτητές γνωρίζουν ότι ψηφίστηκε από την τουρκική
Εθνοσυνέλευση το 1995.
Αλλά, δυστυχώς, εδώ που φτάσαμε, προσπερνάμε τις
ανακρίβειες με τον τρόπο του ΣΥΡΙΖΑ: «Ελα μωρέ τώρα...». Αλλά από πού και ώς
πού ο κ. Τσίπρας «είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που μιλάει ανοιχτά για τα ζητήματα
αυτά (σ.σ.: τουρκικές παραβιάσεις και casus belli) μέσα στην Τουρκία;», όπως
λένε τα non-paper του Μαξίμου;
Πρώτον, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν έθεσε ο ίδιος το ζήτημα της απειλής πολέμου που επικρέμαται στο Αιγαίο.
Πρώτον, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν έθεσε ο ίδιος το ζήτημα της απειλής πολέμου που επικρέμαται στο Αιγαίο.
Απάντησε σε ερώτηση του συναδέλφου
κ. Αθανάσιου Ελλις. Δεύτερον, δεν είναι ο πρώτος που θέτει το θέμα επί
τουρκικού εδάφους. Το Μαξίμου αγνοεί (;), παραβλέπει (;) την ομιλία του κ.
Γιώργου Παπανδρέου που έθεσε το θέμα ως πρωθυπουργός, όχι ύστερα από ερώτηση
δημοσιογράφου, αλλά αυτοκλήτως στη σύνοδο των Τούρκων πρέσβεων στο Ερζουρούμ
(8.1.2011), κάτι που προκάλεσε τη δυσφορία του Ταγίπ Ερντογάν.
Ο τότε
πρωθυπουργός ανέφερε, ως παράδειγμα, την πτήση οκτώ τουρκικών πολεμικών
αεροσκαφών πάνω από το Αγαθονήσι (δύο ημέρες πριν από την επίσκεψη) «ένα μικρό
ελληνικό νησί με 150 κατοίκους...
Ποιο είναι το νόημα αυτής της παραβίασης της
ελληνικής κυριαρχίας; Αυτές οι ενέργειες δεν θα αλλάξουν το καθεστώς στο
Αιγαίο. Να είστε βέβαιοι γι’ αυτό. Μπορεί να έχουν γίνει πια ρουτίνα για την
Τουρκία. Μη νομίζετε όμως ότι έχουν γίνει ρουτίνα για την Ελλάδα. Κάθε τέτοια
ενέργεια είναι μια υπενθύμιση στους Ελληνες ότι η Τουρκία δεν έχει αποφασίσει
να δημιουργήσει διαφορετικές σχέσεις με την Ελλάδα».
Υπάρχει χάσμα (πολιτικό και ύφους) μεταξύ της αυτόκλητης δήλωσης του κ. Παπανδρέου και της απάντησης του κ. Τσίπρα που κατέληξε ότι «αυτή η διαφορά να επιλυθεί διαμέσου της διπλωματικής οδού μέσα από την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης, όταν δηλαδή είναι δημοσίως διατυπωμένη η πρόθεση οι διαφορές να μη λύνονται μέσα από την άσκηση βίας και μέσα από διάλογο, πιστεύω δεν έχει νόημα κανένα μέτρο που αφορά κατάλοιπο του παρελθόντος. Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πείσω και τον Αχμέτ γι’ αυτό...».
Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι η προπαγάνδα που διακινεί η κυβέρνηση παραπληροφορώντας τα ΜΜΕ και τον ελληνικό λαό περί «πρώτης φοράς» που Ελληνας πρωθυπουργός μιλάει ανοιχτά για αυτά τα θέματα στην Τουρκία.
Δυστυχώς τα ανερυθρίαστα ψεύδη είναι η βασική και ίσως η μόνη συνιστώσα της κυβερνητικής πολιτικής. Για όλα τα προβλήματα δεν προτείνουν κάποια λύση, έχουν έτοιμο ένα ψέμα που διακινούν τα στελέχη της «πρώτης φοράς» στα τηλεπαραθύρια.
Υπάρχει χάσμα (πολιτικό και ύφους) μεταξύ της αυτόκλητης δήλωσης του κ. Παπανδρέου και της απάντησης του κ. Τσίπρα που κατέληξε ότι «αυτή η διαφορά να επιλυθεί διαμέσου της διπλωματικής οδού μέσα από την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης, όταν δηλαδή είναι δημοσίως διατυπωμένη η πρόθεση οι διαφορές να μη λύνονται μέσα από την άσκηση βίας και μέσα από διάλογο, πιστεύω δεν έχει νόημα κανένα μέτρο που αφορά κατάλοιπο του παρελθόντος. Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πείσω και τον Αχμέτ γι’ αυτό...».
Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι η προπαγάνδα που διακινεί η κυβέρνηση παραπληροφορώντας τα ΜΜΕ και τον ελληνικό λαό περί «πρώτης φοράς» που Ελληνας πρωθυπουργός μιλάει ανοιχτά για αυτά τα θέματα στην Τουρκία.
Δυστυχώς τα ανερυθρίαστα ψεύδη είναι η βασική και ίσως η μόνη συνιστώσα της κυβερνητικής πολιτικής. Για όλα τα προβλήματα δεν προτείνουν κάποια λύση, έχουν έτοιμο ένα ψέμα που διακινούν τα στελέχη της «πρώτης φοράς» στα τηλεπαραθύρια.
Ομως, αυτή η πρακτική έχει ημερομηνία λήξης· «τον πρώτο χρόνο χαίρονται», που
λέει και η παροιμία. Το χειρότερο είναι ότι η κατάσταση της χώρας επιβαρύνεται
διαρκώς επειδή η κυβέρνηση, αντί να μοχθεί για το καλύτερο του τόπου,
αναλίσκεται για να βρει το καλύτερο ψέμα για την αβελτηρία της, επί παντός.