«Πρέπει να παραδεχθούμε
πως στην Ελλάδα έχουν γίνει πολλά τον τελευταίο χρόνο», τονίζει σε σημερινή
συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντι Πρέσε» ο πρώην υπουργός
Οικονομικών της Γερμανίας και πρώην αρχηγός της δεξιάς Χριστιανοκοινωνικής
Ένωσης, Τέο Βάιγκελ, προσθέτοντας πως στο μαραθώνιό της για την έξοδο από την
κρίση η Ελλάδα έχει διανύσει περίπου τη μισή διαδρομή, ο καθένας όμως γνωρίζει
πως το δεύτερο μισό του μαραθωνίου μπορεί να είναι ακόμη πιο επίπονο.
Όπως ισχυρίζεται, σε καμιά περίπτωση το χρέος δεν μπορεί να εξαλειφθεί με τη
δημιουργία νέου χρέους, κάτι που αποτελεί ουτοπία, όπως δεν μπορεί να ισχύσει
και μια θεωρία για ανάκαμψη μέσα από ελλείμματα.
Ο ίδιος δηλώνει πως είχε εξοργιστεί με τις παλινωδίες των ελληνικών κομμάτων,
με την ανακοίνωση διενέργειας δημοψηφίσματος, πράγματα που, όπως είπε, ζημίωσαν
την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, όμως αν η Αθήνα πετύχει να έχει φέτος ένα
πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό θα είναι μια καλή είδηση και θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί επικοινωνιακά.
Προσθέτει δε, πως εάν η Ελλάδα μειώσει τώρα και το εργασιακό
κόστος κατά ένα 10% και γίνει με τον τρόπο αυτό ανταγωνιστικότερη, θα είναι
κάτι επίσης εντυπωσιακό.
Ο Τέο Βάιγκελ, ο οποίος θεωρείται πως υπήρξε από τους πρωτεργάτες της
καθιέρωσης του ενιαίου νομίσματος, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξή
του, πως η Νομισματική Ένωση υπήρξε στην κρίση μια πολύ σημαντική «άγκυρα»,
χωρίς την οποία θα είχε διαλυθεί η Ευρώπη, παραδεχόμενος ταυτόχρονα ότι μερικά
θα μπορούσαν ίσως να έχουν γίνει ταχύτερα.
Η αυστριακή οικονομική εφημερίδα «Βίρτσαφτσμπλατ», στο σημερινό κύριο
άρθρο της συμπεραίνει ότι μια αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ θα στοίχιζε
πολύ περισσότερο από τη συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας, συμπληρώνοντας
πως «καλύτερα να παγώσουμε μερικά δισεκατομμύρια του χρέους της Ελλάδας ή ακόμη
και να τα διαγράψουμε, παρά να αφήσουμε να εκδηλωθεί και πάλι η κρίση σε όλη
της την έκταση».
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, το Βερολίνο δεν
θέλει να ακούσει τίποτε για Ελλάδα, Πορτογαλία και Τραπεζική Ένωση, καθώς όλα
αυτά σημαίνουν ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι ή οι τράπεζες θα μπορούσαν να
χάσουν χρήματα.