Στο Ασφαλιστικό, εδώ και δεκαετίες, υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση
μεταξύ των ασφαλισμένων και της κυβέρνησης. Για τους ασφαλισμένους, τουλάχιστον
τους συνεπείς, οι εισφορές είναι χρήματα που δίνουν σήμερα για τις συντάξεις
που θα πάρουν αύριο. Η αποταμίευσή τους. Αντίθετα, για την εκάστοτε κυβέρνηση
και τις διοικήσεις των Ταμείων οι εισφορές απλώς χρηματοδοτούν τις τρέχουσες
συντάξεις. Είναι άλλος ένας φόρος.
Η παρεξήγηση αυτή είναι πηγή έντονων αντιπαραθέσεων. Οι συνταξιούχοι,
για παράδειγμα, θεωρούν ότι το κράτος κλέβει τα χρήματά τους όταν περικόπτει
παροχές, την ώρα που οι κυβερνήσεις ανακαλύπτουν ότι απλώς δεν υπάρχουν λεφτά
για τις συντάξεις του επόμενου μήνα. Ορισμένες φορές και οι πολιτικοί μοιάζει
να μπερδεύονται. Ο κ. Τσίπρας, για παράδειγμα, στη Βουλή αντιμετώπισε το
ασφαλιστικό σύστημα ακριβώς σαν να ήταν φορολογικό. Μίλησε για αναδιανομή του
πλούτου και κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος υπερασπίστηκε τη λογική της
αποταμίευσης, για -τι άλλο;- νεοφιλελευθερισμό.
Να πάρουμε τα
πράγματα από την αρχή όμως.
Το ασφαλιστικό μας σύστημα στηρίζεται πράγματι στην αρχή ότι οι τρέχουσες
εισφορές χρηματοδοτούν τις σημερινές συντάξεις. Ονομάζεται «αναδιανεμητικό» ή
στη διεθνή ορολογία «pay as you go». Ανάλογα συστήματα υπήρχαν σε όλη την
Ευρώπη.
Οσο υπήρχε σταθερή σχέση εργαζομένων - συνταξιούχων και συνετή πρόβλεψη
για το ύψος των συντάξεων, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως, μετά τον
πόλεμο οι παροχές συμβάδιζαν με την πορεία της οικονομίας και τους υψηλούς
ρυθμούς ανάπτυξης και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Η ανατροπή ήρθε με τη
δημογραφική γήρανση. Σταδιακά, όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι έπρεπε να
συντηρούν όλο και περισσότερους συνταξιούχους. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει
κανείς ανώτερα μαθηματικά για να καταλάβει ότι πρόκειται για συνταγή χρεοκοπίας.
Ηδη από τη δεκαετία του '90, λοιπόν, στις περισσότερες χώρες του κόσμου έγιναν
προσπάθειες μεταρρύθμισης των ασφαλιστικών συστημάτων. Ολες σχεδόν υιοθέτησαν
τη λογική των τριών πυλώνων.
Ο πρώτος αφορούσε μια εθνική σύνταξη
χρηματοδοτούμενη από τη φορολογία, την οποία δικαιούνται όλοι μετά μια ορισμένη
ηλικία. Ηταν εξ ορισμού αναδιανεμητική, με δεδομένο ότι η φορολογία είναι
προοδευτική. Ο δεύτερος πυλώνας αφορούσε επαγγελματικά ταμεία, πλήρως
ανεξάρτητα από το κράτος, που προέβλεπαν μια επικουρική σύνταξη. Σ' αυτά ισχύει
η ρήτρα του μηδενικού ελλείμματος. Ο τρίτος, τέλος, πυλώνας, ο ονομαζόμενος
κεφαλαιοποιητικός, αφορούσε αποκλειστικά τον εργαζόμενο που μπορεί να
αποταμιεύει αν και όσα επιπλέον ποσά θέλει ώστε να δημιουργήσει ένα κεφάλαιο
και να αυξήσει τη μελλοντική του σύνταξη.
Η σύγκρουση μεταξύ του κ. Τσίπρα και του κ. Μητσοτάκη στη Βουλή αφορούσε
στην πραγματικότητα τη σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο συστημάτων. Του
«αναδιανεμητικού» και του «κεφαλαιοποιητικού» των τριών πυλώνων. Με τον κ.
Τσίπρα, ωστόσο, να έχει πάει στα άκρα τη λογική της αναδιανομής - ορισμένοι
υποστηρίζουν ότι μπέρδεψε την ονομασία του αναδιανεμητικού συστήματος με την
αναδιανομή καθαυτή. Ετσι, με τις προτάσεις της κυβέρνησης τιμωρούνται όσοι
έχουν πληρώσει υψηλές εισφορές για πολλά χρόνια, ενώ ευνοούνται όσοι έχουν λίγα
χρόνια, έχουν πληρώσει χαμηλές εισφορές ή φοροδιαφεύγουν.
Ποιο από τα δύο
συστήματα όμως είναι
καλύτερο για την Ελλάδα; Δυστυχώς, η συζήτηση στη Βουλή δεν μας διαφώτισε. Ενας
λόγος ήταν και η εμμονή του πρωθυπουργού σε δημαγωγικές κορώνες, όπως ότι το
πρόβλημα της βιωσιμότητας των Ταμείων οφείλεται στη λεηλασία των αποθεματικών.
Πρόκειται για χοντρή ανακρίβεια. Οσοι έχουν ζημιώσει τα αποθεματικά ασφαλώς
πρέπει να λογοδοτήσουν.
Ομως, και μόνο το ότι τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν πάρει
από τον κρατικό προϋπολογισμό πάνω από 150 δισ. την τελευταία δεκαπενταετία για
να καλύψουν τα ελλείμματά τους -όπως αναφέρει ο κ. Τ. Γιαννίτσης στο βιβλίο του
για την κρίση του Ασφαλιστικού που εκδόθηκε αυτές τις ημέρες- έχει υπεραποζημιώσει
κάθε μείωση των αποθεματικών και δείχνει το μέγεθος του προβλήματος
βιωσιμότητας που αντιμετωπίζουν. Κι αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τις συντάξεις
του Δημοσίου!
Ποιο σύστημα
λοιπόν για την Ελλάδα; Το
ερώτημα κινδυνεύει να γίνει θεωρητικό, καθώς με τα σημερινά οικονομικά και
δημογραφικά δεδομένα, για να διατηρηθούν απλώς οι συντάξεις στα σημερινά
επίπεδα με το «αναδιανεμητικό» σύστημα θα χρειαστούν εξωπραγματικοί ρυθμοί
ανάπτυξης.
Ακόμα χειρότερα, πριμοδοτώντας τις χαμηλές εισφορές εισάγει
στρεβλώσεις που επιτείνουν το πρόβλημα βιωσιμότητας. Πρώτον, γιατί αποτελούν
κίνητρο εισφοροδιαφυγής, δεύτερον, γιατί ενισχύουν το αίσθημα της αδικίας σε
όσους πληρώνουν υψηλές εισφορές και τρίτον, γιατί, εισάγουν στοιχεία
αδιαφάνειας στον υπολογισμό των συντάξεων.
Ο αντίλογος βέβαια είναι ότι σε εποχές ανεργίας πολλοί αδυνατούν να
αποταμιεύουν. Αλλά ακριβώς γι' αυτό προβλέπεται η εθνική σύνταξη, ανεξαρτήτως
του ύψους των εισφορών. Η οποία επιτρέπει επιπροσθέτως να είναι σαφές τι
αποτελεί κοινωνική πολιτική, ποιοι και πόσο ωφελούνται και τι ανάγεται στη
σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας και της αποταμίευσης. Γιατί τουλάχιστον στην
Ελλάδα γνωρίζουμε καλά πως κάτω από το τραπέζι οι φόροι και οι εισφορές
χρηματοδοτούσαν ρουσφέτια των πολιτικών στις ισχυρές κοινωνικές ομάδες.