Εφάνη προς στιγμήν ότι εισήλθε η Εκκλησία της Ελλάδος σε
φάση αφυπνίσεως, ύστερα από πολυετή αυτοσυγκράτηση. Αυτό προέκυψε από την
ανάγνωση της εισηγήσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρίου
Ιερωνύμου προς τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, προ διημέρου. Εάν όντως πρόκειται
περί αυτού, η διαδικασία θα είναι επίπονη, ουσιαστική, εξόχως ενδιαφέρουσα και
ασφαλώς θα οδηγήσει σε εκκλησιαστική αναγέννηση.
Εάν όμως στην παρούσα σύγκρουση διακυβεύεται απλώς η απομάκρυνση ή η παραμονή του κ. Νίκου Φίλη στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, τότε θα πρόκειται για μια κλασική μάχη επιβεβαιώσεως ισχύος. Η χθεσινή συνάντηση του Αρχιεπισκόπου και ιεραρχών με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο και τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη απέληξε σε ανακωχή.
Αλλά η ομιλία του Αρχιεπισκόπου είχε ασφαλώς ενδιαφέρον. Θρυαλλίδα της παρούσης κρίσεως αποτέλεσε η διδασκαλία των Θρησκευτικών, που δεν θα εισάγονταν ούτως ή άλλως υπό μορφήν εγχειριδίων προς χρήση των μαθητών στη διάρκεια του έτους, και εξαντλήθηκε σε τρεις σελίδες –από τις συνολικώς ογδόντα τρεις– της εισηγήσεως του κυρίου Ιερωνύμου.
Βεβαίως, ο Αρχιεπίσκοπος είχε διευρύνει το όλο θέμα κατά την πρώτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου και παραπέμποντας στον λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου εξήρε το μέγεθος της Εκκλησίας, η οποία «πολεμούμενη νικά· επιβουλευόμενη περιγίνεται· υβριζόμενη λαμπροτέρα καθίσταται...». Ενδιαφέρουσα υπήρξε η εκτενέστατη κριτική του προς τον «προτεστάντη» Γκιοργκ Μάουερ, που εισάγοντας το Αυτοκέφαλο το 1833 απέκοψε την Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να εξυπηρετήσει την πολιτική των Δυτικών Δυνάμεων έναντι της Ρωσίας. Τέλος, ιδιαίτερα δραματικός ο χαρακτηρισμός του ως «βαβυλωνίου αιχμαλωσίας» της Εκκλησίας από την Πολιτεία στο διάστημα 1833-1910, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποσχόταν ανόρθωση της Εκκλησίας για να «εξυπηρετεί την υψηλή αυτής αποστολή», αλλά βεβαίως μετέβαλε πολιτική μετά το ανάθεμα εναντίον του.
Διεταράχθη η αρχή της συναλληλίας Εκκλησίας και Πολιτείας που εθεμελίωσε ο Ανδρούσης Ιωσήφ, τη συμβολή του οποίου εξαίρει ο Αρχιεπίσκοπος. Αλλά στη βάση αυτής της διαπάλης διαμορφώθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους. Εάν όλα αυτά αποβλέπουν σε μια ανόρθωση της Εκκλησίας, έστω και εάν επέλθη ο χωρισμός της από την Πολιτεία, τότε το ποίμνιο θα της παράσχει ομόθυμη υποστήριξη. Εάν ο στόχος ήταν η αντικατάσταση του κ. Φίλη, που κάκιστα επετέθη με δηλώσεις του στην Εκκλησία της Ελλάδος, και τελικώς διατηρεί το υπουργικό αξίωμά του, τότε πολύς ο κόπος.
Διερευνητέον παραμένει, όμως, εάν η Εκκλησία ήταν προετοιμασμένη για μια σύγκρουση ουσίας με την Πολιτεία. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έδωσε μάχη άνιση εναντίον του τότε νεωτεριστή πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, αλλά σύστημα αποτελεσματικό δεν συνεκρότησε διότι υπονομεύθηκε από ιεράρχες όχι απλώς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ας μην αυταπατώμεθα, υπάρχουν πάντοτε συνέπειες, που επιβάλλουν τακτικισμό κινήσεων.
Εάν όμως στην παρούσα σύγκρουση διακυβεύεται απλώς η απομάκρυνση ή η παραμονή του κ. Νίκου Φίλη στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, τότε θα πρόκειται για μια κλασική μάχη επιβεβαιώσεως ισχύος. Η χθεσινή συνάντηση του Αρχιεπισκόπου και ιεραρχών με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο και τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη απέληξε σε ανακωχή.
Αλλά η ομιλία του Αρχιεπισκόπου είχε ασφαλώς ενδιαφέρον. Θρυαλλίδα της παρούσης κρίσεως αποτέλεσε η διδασκαλία των Θρησκευτικών, που δεν θα εισάγονταν ούτως ή άλλως υπό μορφήν εγχειριδίων προς χρήση των μαθητών στη διάρκεια του έτους, και εξαντλήθηκε σε τρεις σελίδες –από τις συνολικώς ογδόντα τρεις– της εισηγήσεως του κυρίου Ιερωνύμου.
Βεβαίως, ο Αρχιεπίσκοπος είχε διευρύνει το όλο θέμα κατά την πρώτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου και παραπέμποντας στον λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου εξήρε το μέγεθος της Εκκλησίας, η οποία «πολεμούμενη νικά· επιβουλευόμενη περιγίνεται· υβριζόμενη λαμπροτέρα καθίσταται...». Ενδιαφέρουσα υπήρξε η εκτενέστατη κριτική του προς τον «προτεστάντη» Γκιοργκ Μάουερ, που εισάγοντας το Αυτοκέφαλο το 1833 απέκοψε την Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να εξυπηρετήσει την πολιτική των Δυτικών Δυνάμεων έναντι της Ρωσίας. Τέλος, ιδιαίτερα δραματικός ο χαρακτηρισμός του ως «βαβυλωνίου αιχμαλωσίας» της Εκκλησίας από την Πολιτεία στο διάστημα 1833-1910, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποσχόταν ανόρθωση της Εκκλησίας για να «εξυπηρετεί την υψηλή αυτής αποστολή», αλλά βεβαίως μετέβαλε πολιτική μετά το ανάθεμα εναντίον του.
Διεταράχθη η αρχή της συναλληλίας Εκκλησίας και Πολιτείας που εθεμελίωσε ο Ανδρούσης Ιωσήφ, τη συμβολή του οποίου εξαίρει ο Αρχιεπίσκοπος. Αλλά στη βάση αυτής της διαπάλης διαμορφώθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους. Εάν όλα αυτά αποβλέπουν σε μια ανόρθωση της Εκκλησίας, έστω και εάν επέλθη ο χωρισμός της από την Πολιτεία, τότε το ποίμνιο θα της παράσχει ομόθυμη υποστήριξη. Εάν ο στόχος ήταν η αντικατάσταση του κ. Φίλη, που κάκιστα επετέθη με δηλώσεις του στην Εκκλησία της Ελλάδος, και τελικώς διατηρεί το υπουργικό αξίωμά του, τότε πολύς ο κόπος.
Διερευνητέον παραμένει, όμως, εάν η Εκκλησία ήταν προετοιμασμένη για μια σύγκρουση ουσίας με την Πολιτεία. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έδωσε μάχη άνιση εναντίον του τότε νεωτεριστή πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, αλλά σύστημα αποτελεσματικό δεν συνεκρότησε διότι υπονομεύθηκε από ιεράρχες όχι απλώς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ας μην αυταπατώμεθα, υπάρχουν πάντοτε συνέπειες, που επιβάλλουν τακτικισμό κινήσεων.