Τα χθεσινά συλλαλητήρια θεωρήθηκαν μεγάλα. Ηταν μεγαλύτερα
από τα προηγούμενα, εν αναμονή των επομένων. Ηταν μεγάλα, αν συνυπολογισθεί και
η χαμηλή αξία της διαμαρτυρίας. Συνέπεια κι αυτή της απαξίωσης του πολιτικού
λόγου. Τα συνθήματα, όσο δυνατά κι αν τα φωνάξεις, δεν έχουν μεγαλύτερο βάρος
από τις διαβεβαιώσεις των πολιτικών. Ας συνυπολογίσουμε και τη φθορά της
ρουτίνας. Πόσες ημέρες απεργίας τον χρόνο, πόσες ώρες κυκλοφοριακής συμφόρησης,
πόσα σπασμένα νεύρα; Τα συλλαλητήρια μοιάζουν με τους σπασμούς της κοινωνικής
μας νεκροφάνειας. Νευρικές αντιδράσεις, τικ, κράμπες που το σώμα τις ξεχνάει
μόλις περάσει ο πόνος τους.
Τα χθεσινά
συλλαλητήρια ήταν σχετικά μικρά, αν σκεφτεί κανείς το μέγεθος και το εύρος των
προβλημάτων που τα προκάλεσε. Για ποιον λόγο έγιναν; Να μην πάρει η κυβέρνηση
τα μέτρα για το ασφαλιστικό. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίον κλείνουν οι
αγρότες τους δρόμους. Για τον ίδιο λόγο γίνονταν και στη δεκαετία του ’90. Τότε
ο στόχος ήταν ξεκάθαρος: η κυβέρνηση Σημίτη και ο υπουργός της Τάσος
Γιαννίτσης. Το ζήτημα ήταν, εκτός των άλλων, και πολιτικό. Σήμερα όμως;
Το 2016 στην κοινωνική νεκροφάνεια έχει προστεθεί και η πολιτική νεκροφάνεια.
Και δεν θα αρχίσω να αναρωτιέμαι πόσοι απ’ αυτούς που κατέβηκαν χθες στους
δρόμους ή δεν πήγαν στη δουλειά τους ψήφισαν τους Συριζανέλ στις δύο εκλογικές
αναμετρήσεις. Ετσι γίνεται στις δημοκρατίες. Οι πολίτες δικαιούνται και να
μετανοούν και να αλλάζουν γνώμη και προτιμήσεις.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι
πόσοι έχουν αλλάξει γνώμη και προτιμήσεις. Διότι μόνον έτσι μπορεί να
αποτιμηθεί η αξία των συλλαλητηρίων και των απεργιακών κινητοποιήσεων. Δεν
μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι για μία ακόμη φορά η διαμαρτυρία
διανθίστηκε με τους γνωστούς εξορκισμούς των Ευρωπαίων δαιμόνων. Πόσοι έχουν
συνειδητοποιήσει ότι τα «μέτρα» είναι εγχώριας κοπής; Οι εταίροι ζήτησαν
μεταρρυθμίσεις, και οι δικοί μας, για μία ακόμη φορά, παίρνουν μέτρα.
Η
κουτοπόνηρη αριστερά για μία ακόμη φορά προνόησε. Ενα από τα έντυπα φερέφωνά
της χθες είχε πρωτοσέλιδο τίτλο «Οργή Λαού», και οι κομματικές της οργανώσεις
καλούσαν τον κόσμο να απεργήσει. Φωνάξτε για να μας βοηθήσετε να
διαπραγματευθούμε. Ενα ακόμη βροντερό «Οχι», σαν αυτό του δημοψηφίσματος. Τι
υπέροχος λαός! Τι κι αν του κλείσαμε τις τράπεζες, αυτός μας αγαπάει ακόμη,
γιατί ξέρει ότι τον πονάμε.
Υπάρχουν
αρκετοί τρόποι για να σκοτώσεις την πολιτική. Ή να την ασκήσεις με άλλα μέσα,
εκτός από την πειθώ. Ο ένας είναι ο πόλεμος με κάποιον εξωτερικό εχθρό. Ο άλλος
είναι ο εμφύλιος, όπως έγινε με την κομμουνιστική ανταρσία το 1946. Τον τρίτο
μάς τον έδειξαν οι συνταγματάρχες το 1967.
Η κουτοπόνηρη αριστερά μάς δείχνει
τη μεταμοντέρνα οδό: σκοτώνει την πολιτική διά της γελοιοποιήσεως, και δη της
αποτελεσματικότερης μορφής της, της αυτογελοιοποιήσεως. Ποιος θα σε
ενοχοποιήσει για οτιδήποτε, όταν καταφέρεις να μη σε παίρνει κανείς στα σοβαρά;
Ζητείται
πολιτική. Ας ελπίσουμε ότι οι δυνάμεις του ευρωπαϊκού τόξου θα μπορέσουν να την
αποκαταστήσουν. Αν βέβαια το συνειδητοποιήσουν και οι εταίροι μας και τολμήσουν
να αναλάβουν κι αυτοί τις ευθύνες τους.