Το πάθος είναι ουσιαστικό μέρος
της πολιτικής, μαζί με την ιδεολογία, το προσωπικό συμφέρον, την ταύτιση με
κάποια ομάδα, τις προσδοκίες που επενδύονται σε έναν αρχηγό. Στην Ελλάδα το
συναίσθημα πάντα ήταν έντονο. Τελευταίως, όμως, βλέπουμε ότι το πάθος των
ψηφοφόρων είναι σε έξαρση σε όλο τον κόσμο, τείνοντας να γίνει κυρίαρχο
συστατικό και να επηρεάζει το αποτέλεσμα πολλών εκλογών. Σε αρκετές χώρες –όπως
οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία– το έντονο συναίσθημα που επηρεάζει
το εκλογικό σώμα ίσως έχει σοβαρές συνέπειες και για τη δική μας.
Στις ΗΠΑ ολοκληρώθηκαν τα συνέδρια
των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών, βάζοντας στην τελική ευθεία για τη
διεκδίκηση της προεδρίας δύο ανθρώπους από διαφορετικούς κόσμους. Η Χίλαρι
Κλίντον, η πρώτη γυναίκα που έλαβε το χρίσμα από μεγάλο κόμμα, έχει ζήσει από
νεαρή μέσα στην πολιτική – από φοιτήτρια ακτιβίστρια έως Πρώτη Κυρία και μετά
γερουσιαστής και υπουργός Εξωτερικών.
Κάθε της κίνηση, έως και η ανοχή για τις
αταξίες του συζύγου Μπιλ, με στρατηγική και υπομονή, την οδήγησαν στο χρίσμα. Ο
Ντόναλντ Τραμπ εκπροσωπεί κάτι άλλο στην πολιτική πανίδα και στους πολιτικούς
μύθους των Ηνωμένων Πολιτειών: είναι ο μοναχικός καβαλάρης που έρχεται από το
πουθενά για να προστατεύσει τους αδικημένους και να ανατρέψει το κατεστημένο.
Τα πλούτη του του δίνουν τη δύναμη –την αύρα– του υπερήρωα, η αδιαφορία του για
τον καθωσπρεπισμό του πολιτικού ορθού και για τους κανόνες λειτουργεί σαν πέπλο
προστατευτικό: αφού δεν δέχεται τους κανόνες ενός παιχνιδιού που ισχυρίζεται
ότι είναι στημένο, αφού ο ίδιος δεν κρύβει τα μειονεκτήματά του, παύουν να
είναι αδυναμίες.
Ο κ. Τραμπ, αυτή τη στιγμή, είναι καβάλα σε μια μεγάλη δύναμη
– την πολιτική ενέργεια των οργισμένων και φοβισμένων, αυτών που βαρέθηκαν να
τους βάζουν οι ελίτ στην πρώτη γραμμή, που πληρώνουν το κόστος της
παγκοσμιοποίησης, της μετανάστευσης και των άλλων δυσκολιών των ημερών.
Η κ. Κλίντον υπόσχεται τη
διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης, ο κ. Τραμπ την ανατροπή. Το μήνυμα του
μεγιστάνα κατασκευαστή και τηλεοπτικής περσόνας είναι ακαταμάχητο για μεγάλο
μέρος του εκλογικού σώματος και ανάθεμα για ένα άλλο. Οι εκλογές θα δείξουν
ποιο κομμάτι υπερτερεί σε αριθμούς και ποιο σε ενέργεια.
Επειδή εδώ συμβαίνει
κάτι πολύ ενδιαφέρον: όσο η αντιπαράθεση Κλίντον -Τραμπ παρουσιάζεται ως μάχη
μεταξύ κατεστημένου και outsider, τόσο η μάχη εντός του Δημοκρατικού Κόμματος
για το χρίσμα εξελίχθηκε ως πόλεμος μεταξύ των δομών εξουσίας που εκπροσωπεί η
κ. Κλίντον και του ριζοσπαστισμού των οπαδών του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς –
οι outsider της αριστερής πτέρυγας της πολιτικής.
Οι οπαδοί του Σάντερς
εξέφρασαν έντονα τη δυσαρέσκειά τους για τη μεροληψία του κομματικού
κατεστημένου υπέρ της κ. Κλίντον και απαιτήθηκαν πολύς χρόνος, καθώς και πολλές
ομιλίες (όπως των Μπαράκ και Μισέλ Ομπάμα) και εκκλήσεις από τον ίδιο τον κ.
Σάντερς για να επιτευχθεί ένας βαθμός ενότητας.
Εάν στην εκλογική εκστρατεία
είχαν υπερτερήσει οι ψηφοφόροι του κ. Σάντερς, οι ΗΠΑ θα έσπευδαν προς
αντιπαράθεση δύο ριζοσπαστικών ομάδων από αντίθετα άκρα του πολιτικού φάσματος.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα έβγαινε η χώρα από τέτοια σύγκρουση,
πόσο θα τάραζε τις κρατικές δομές και τους θεσμούς, πώς θα κυβερνιόταν πλέον η
Αμερική και πώς αυτό θα επηρέαζε τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο συναισθηματισμός και η πολιτική
ενέργεια που αναπτύσσεται στα άκρα εκφράζουν μια νέα κινητικότητα πολιτών.
Εχουν πληγεί από οικονομικές δυσκολίες, εξοργίζονται με την ολοένα μεγαλύτερη
ανισότητα, δεν εμπιστεύονται καμία ελίτ – πολιτική, δημοσιογραφική, υπερεθνική,
όπως ο ΟΗΕ, η Ε.Ε., κ.ά.
Από την άγαρμπη πολυπολιτισμικότητα οπισθοχωρούμε με
επιμονή σε μικρότερες ομάδες, αυτές που μας υπόσχονται οφέλη χωρίς
συμβιβασμούς. Οι στόχοι ακραίων ομάδων, είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, δεν
είναι εφικτοί – έτσι, η αντιπαράθεση διαδραματίζεται σαν αυτοσκοπός μεταξύ των
άκρων, δεν οδηγεί προς λύσεις στον πραγματικό κόσμο.
Βλέπουμε την άνοδο τέτοιων ομάδων
και την ανάπτυξη τέτοιων δυναμικών όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στη Βρετανία και
σε χώρες της Ε.Ε., όπου κόμματα και πρόσωπα που βρίσκονταν στο περιθώριο πρωταγωνιστούν
πλέον. Στη χώρα μας ζούμε με τις συνέπειες αυτής της δυναμικής και γνωρίζουμε
ότι μετά την ανατροπή υπάρχει η επόμενη μέρα που απαιτεί διαχείριση και
οδυνηρούς συμβιβασμούς. Αυτό ανακαλύπτουν στη Βρετανία
. Θα το μάθουν και άλλες
χώρες. Οσο, όμως, κλονίζεται η εσωτερική πολιτική σκηνή χωρών που ασκούν
επιρροή σε άλλες, οι μικρότερες, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να θεωρούν τίποτα
δεδομένο. Οι μέρες απαιτούν εθνική συνεννόηση, επαγρύπνηση και τέχνη. Οτιδήποτε
άλλο μας αποσπά και μας εκθέτει σε περισσότερους κινδύνους στη μάχη της
επιβίωσης.