«Ελπίζω ότι για το καλό των
Ελλήνων θα βρούμε μια λύση σύντομα». Αυτή είναι η πιο συγκινητική, η πιο
ανθρώπινη ατάκα στον διάλογο του κ. Πόουλ Τόμσεν, διευθυντή Ευρωπαϊκών
Υποθέσεων του ΔΝΤ, με την κ. Ντέλια Βελκουλέσκου, την επικεφαλής της αποστολής
του Ταμείου στην Αθήνα. Τη χρησιμοποιεί, μάλιστα, δύο φορές, προφανώς
συγκινημένος και ο ίδιος.
Του οφείλουμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη εσαεί για τον
μοντέρνο φιλελληνισμό του, για την όλη δράση του «για το καλό των Ελλήνων». Ή
«για χάρη των Ελλήνων», σύμφωνα με άλλη μετάφραση του διαλόγου που αποκαλύφθηκε
από τα WikiLeaks. Ή «προς το συμφέρον των Ελλήνων», σύμφωνα με όσα επανέλαβε,
όσο αλαζονικότερα μπορούσε, η κ. Κριστίν Λαγκάρντ, στην απαντητική της επιστολή
προς τον πρωθυπουργό.
Ευγνωμοσύνη οφείλουμε και στην κ. Βελκουλέσκου, που αναγνώρισε ότι οι Ελληνες διαπραγματευτές «κάνουν κάτι», δεν είναι καθηλωμένοι σε «ιδεοληψίες» και σε «κόκκινες γραμμές», από καιρό ξεθωριασμένες άλλωστε. Αυτό που κάνουν όμως δεν αρκεί για την ανάκαμψη, την ανάπτυξη, τον τερματισμό της ύφεσης, την αναζωογόνηση της πραγματικής οικονομίας. Και πρωτίστως για την αποπληρωμή των χρεών. «Είναι πολύ λίγο». Αυτή έφα.
Χρειάζεται, λοιπόν, κάτι περισσότερο. Κάτι πολύ περισσότερο και όχι «ιστορίες Μίκυ Μάους», όπως εξήγησε με φιλολογική εμβρίθεια ο κ. Τόμσεν: Και νέες περικοπές συντάξεων. Και νέα μείωση του αφορολογήτου – και τα πέντε χιλιάρικα πολλά είναι. Και νέα αύξηση του ΦΠΑ. Και νέα μείωση των μισθών του Δημοσίου. Και βλέπουμε. Διότι ακόμα κι αν δοθούν όλα τούτα (με κίνητρο και δέλεαρ την απομείωση του χρέους, οι συζητήσεις για την οποία όλο ξεκινούν κι όλο βαλτώνουν), θα επινοηθούν άλλα. Σκληρότερα. Απομυζητικότερα. Διαλυτικότερα της κοινωνίας και της οικονομίας.
Πώς θα επιβληθούν; Παλιά μου τέχνη... Διά της βίας. Της οικονομικής βίας. Με όπλο ένα «γεγονός», όπως αποκαλούν οι δολοπλοκούντες σε άψογα ουδέτερη γλώσσα τον εκβιασμό της εσκεμμένης ή και σχεδιασμένης ασφυξίας: της χρεοκοπίας.
Ευγνωμοσύνη οφείλουμε και στην κ. Βελκουλέσκου, που αναγνώρισε ότι οι Ελληνες διαπραγματευτές «κάνουν κάτι», δεν είναι καθηλωμένοι σε «ιδεοληψίες» και σε «κόκκινες γραμμές», από καιρό ξεθωριασμένες άλλωστε. Αυτό που κάνουν όμως δεν αρκεί για την ανάκαμψη, την ανάπτυξη, τον τερματισμό της ύφεσης, την αναζωογόνηση της πραγματικής οικονομίας. Και πρωτίστως για την αποπληρωμή των χρεών. «Είναι πολύ λίγο». Αυτή έφα.
Χρειάζεται, λοιπόν, κάτι περισσότερο. Κάτι πολύ περισσότερο και όχι «ιστορίες Μίκυ Μάους», όπως εξήγησε με φιλολογική εμβρίθεια ο κ. Τόμσεν: Και νέες περικοπές συντάξεων. Και νέα μείωση του αφορολογήτου – και τα πέντε χιλιάρικα πολλά είναι. Και νέα αύξηση του ΦΠΑ. Και νέα μείωση των μισθών του Δημοσίου. Και βλέπουμε. Διότι ακόμα κι αν δοθούν όλα τούτα (με κίνητρο και δέλεαρ την απομείωση του χρέους, οι συζητήσεις για την οποία όλο ξεκινούν κι όλο βαλτώνουν), θα επινοηθούν άλλα. Σκληρότερα. Απομυζητικότερα. Διαλυτικότερα της κοινωνίας και της οικονομίας.
Πώς θα επιβληθούν; Παλιά μου τέχνη... Διά της βίας. Της οικονομικής βίας. Με όπλο ένα «γεγονός», όπως αποκαλούν οι δολοπλοκούντες σε άψογα ουδέτερη γλώσσα τον εκβιασμό της εσκεμμένης ή και σχεδιασμένης ασφυξίας: της χρεοκοπίας.
Το ιστορικό
μιας κυνικότατης δολοπλοκίας είναι, άλλωστε, η αποκαλυφθείσα συζήτηση των δύο
στελεχών του ΔΝΤ. Του λοιπού ο διάλογος Τόμσεν - Βελκουλέσκου μπορεί να
διδάσκεται στα πανεπιστήμια του κόσμου, σαν επιτομή της νεομακιαβελικής
οικονομικής σκέψης: πώς στραγγαλίζεις μια χώρα «για το καλό της», «προς το
συμφέρον της».
Μπορεί επίσης, χάρη και στις θεατρικές του αρετές, να παρασταθεί ο διάλογος στο πλαίσιο του χρονικά πιεζόμενου Φεστιβάλ Αθηνών, εκτός και απαιτηθούν υπέρογκα πνευματικά δικαιώματα από τους βαθύσοφα και μεγαλόκαρδα διαλεγόμενους. Δεν θα λείψουν οι θεατές, αφού όλοι μας είμαστε ήδη θεατές μιας συζήτησης που αφορά τη μοίρα μας κι ωστόσο ελάχιστα μπορούμε να την επηρεάσουμε.
Μπορεί επίσης, χάρη και στις θεατρικές του αρετές, να παρασταθεί ο διάλογος στο πλαίσιο του χρονικά πιεζόμενου Φεστιβάλ Αθηνών, εκτός και απαιτηθούν υπέρογκα πνευματικά δικαιώματα από τους βαθύσοφα και μεγαλόκαρδα διαλεγόμενους. Δεν θα λείψουν οι θεατές, αφού όλοι μας είμαστε ήδη θεατές μιας συζήτησης που αφορά τη μοίρα μας κι ωστόσο ελάχιστα μπορούμε να την επηρεάσουμε.
Στις πρώτες θέσεις θα
βρίσκονται αυτοδικαίως όσοι στην Ελλάδα εμφανίζονται βέβαιοι πως οι σχεδιασμοί
του ΔΝΤ, φανεροί και κρυφοί, γίνονται όντως «για το καλό μας». Ακόμη και τα
λάθη του, που κάθε τόσο αναγνωρίζει, «προς το συμφέρον μας» είναι.