Κάθε φορά που ταξιδεύω στα Βαλκάνια, σκέφτομαι πόσο τυχεροί είμαστε. Αν κλείσει κανείς τα μάτια του σε έναν επαρχιακό δρόμο κάπου στην Ελλάδα και τα ξανανοίξει στον αντίστοιχο τυχαίο βαλκανικό, οι διαφορές δεν είναι και πολύ μεγάλες. Θα μπορούσαμε άνετα να ζούμε σε μια τυπική βαλκανική χώρα.
Ηταν άραγε η τύχη ή κάτι άλλο που μας έβαλε σε ένα διαφορετικό δρόμο; Γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα που ξεχωρίζει στη γειτονιά της;
Χρωστάμε πολλά στους προγόνους μας. Η Ιστορία μας θα ήταν πολύ διαφορετική, αν στο κέντρο της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ο Παρθενώνας και αν ο φιλελληνισμός δεν κρατούσε δύο και κάτι αιώνες.
Συγκινήσαμε ως έθνος στα πρώτα μας βήματα και στη συνέχεια βρίσκαμε πάντοτε σημαντικούς συμπαραστάτες σε κρίσιμα σταυροδρόμια. Η Δύση έβλεπε στην Ελλάδα κάτι το οικείο και το πολύτιμο. Αυτή η παράδοση συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, αλλά έχει εξασθενήσει. Η νέα γενιά Ευρωπαίων ηγετών και πολιτών, εκτός της «παλαιάς» Ευρώπης, μας βλέπει ως ακόμη μία χώρα. Είναι οι παλαιότεροι, μέχρι τη γενιά του Γιούνκερ κ.ά., που είναι ακόμη μπολιασμένοι από την κουλτούρα του φιλελληνισμού.
Η Ιστορία δεν γράφεται ασφαλώς μόνο με συναισθήματα. Η Ελλάδα έπαιξε σωστά τους τελευταίους δύο αιώνες και τα γεωπολιτικά της χαρτιά. Λίγο το συναίσθημα και πολύ το συμφέρον τη διπλασίασαν σε έκταση, την έβαλαν στα πιο κλειστά κλαμπ του πλανήτη (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) και την έφεραν πολύ ψηλά σε κατάταξη από πλευράς κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Αν ο Βενιζέλος είχε παίξει λάθος τα χαρτιά του, αν ο Μεταξάς είχε πάει με τους Γερμανούς, αν η Ελλάδα είχε περάσει στο ανατολικό μπλοκ λόγω κάποιου λάθους στη Γιάλτα ή της έκβασης του Εμφυλίου, αν ο Καραμανλής δεν μας έβαζε στην ΕΟΚ, σήμερα η Ελλάδα θα ήταν πιο μικρή, πιο φτωχή και πιο κοντά στα Βαλκάνια παρά στην Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά, νιώθω μερικές φορές ότι ένας πολύ δυνατός «μαγνήτης» μας τραβάει προς τα κάτω, προς αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω «κακό βαλκανικό μας εαυτό». Η ασέβεια προς τους θεσμούς, η ανάγκη να νιώθουμε θύματα και η λατρεία προς τις θεωρίες συνωμοσίας, η αισθητική αταξία και ενίοτε ασχήμια, το «χύμα» που βλέπει κανείς στον δρόμο, είναι σίγουρα κομμάτι του εαυτού μας. Κανείς μας δεν θα ήθελε μια κλινικά αποστειρωμένη Ελλάδα. Αφήστε που, και να το ήθελε, δεν θα το επέτρεπε το DNA μας, ακόμη και με μαζικές... μεταγγίσεις βορειοευρωπαϊκού αίματος στις φλέβες μας.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποια στιγμή γίναμε μια θεσμικά βαλκανική χώρα με προσωπείο ευρωπαϊσμού. Τα τελευταία δέκα χιλιόμετρα προς την Πρίστινα μου θύμισαν την Κηφισίας της δεκαετίας του 2000, σε άλλη κλίμακα και σε άλλο στυλ βεβαίως. Μπροστά, γυάλινα κακοκατασκευασμένα κτίρια με μεγάλες δόσεις νεοπλουτισμού και πίσω, λασπουριά, διαλυμένα πεζοδρόμια και χάος.
Ευτυχώς απέχουμε έτη φωτός από το Κοσσυφοπέδιο, τα Σκόπια, την Αλβανία, τη Βουλγαρία. Με μία διαφορά. Εκείνοι ξέρουν τι θέλουν να πετύχουν και τα δίνουν όλα για να το καταφέρουν, με δύναμη και θάρρος.
Θέλουν να γίνουν Ευρωπαίοι, να μας φτάσουν. Εμείς τι στόχους έχουμε ως έθνος;
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
Ηταν άραγε η τύχη ή κάτι άλλο που μας έβαλε σε ένα διαφορετικό δρόμο; Γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα που ξεχωρίζει στη γειτονιά της;
Χρωστάμε πολλά στους προγόνους μας. Η Ιστορία μας θα ήταν πολύ διαφορετική, αν στο κέντρο της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ο Παρθενώνας και αν ο φιλελληνισμός δεν κρατούσε δύο και κάτι αιώνες.
Συγκινήσαμε ως έθνος στα πρώτα μας βήματα και στη συνέχεια βρίσκαμε πάντοτε σημαντικούς συμπαραστάτες σε κρίσιμα σταυροδρόμια. Η Δύση έβλεπε στην Ελλάδα κάτι το οικείο και το πολύτιμο. Αυτή η παράδοση συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, αλλά έχει εξασθενήσει. Η νέα γενιά Ευρωπαίων ηγετών και πολιτών, εκτός της «παλαιάς» Ευρώπης, μας βλέπει ως ακόμη μία χώρα. Είναι οι παλαιότεροι, μέχρι τη γενιά του Γιούνκερ κ.ά., που είναι ακόμη μπολιασμένοι από την κουλτούρα του φιλελληνισμού.
Η Ιστορία δεν γράφεται ασφαλώς μόνο με συναισθήματα. Η Ελλάδα έπαιξε σωστά τους τελευταίους δύο αιώνες και τα γεωπολιτικά της χαρτιά. Λίγο το συναίσθημα και πολύ το συμφέρον τη διπλασίασαν σε έκταση, την έβαλαν στα πιο κλειστά κλαμπ του πλανήτη (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) και την έφεραν πολύ ψηλά σε κατάταξη από πλευράς κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Αν ο Βενιζέλος είχε παίξει λάθος τα χαρτιά του, αν ο Μεταξάς είχε πάει με τους Γερμανούς, αν η Ελλάδα είχε περάσει στο ανατολικό μπλοκ λόγω κάποιου λάθους στη Γιάλτα ή της έκβασης του Εμφυλίου, αν ο Καραμανλής δεν μας έβαζε στην ΕΟΚ, σήμερα η Ελλάδα θα ήταν πιο μικρή, πιο φτωχή και πιο κοντά στα Βαλκάνια παρά στην Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά, νιώθω μερικές φορές ότι ένας πολύ δυνατός «μαγνήτης» μας τραβάει προς τα κάτω, προς αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω «κακό βαλκανικό μας εαυτό». Η ασέβεια προς τους θεσμούς, η ανάγκη να νιώθουμε θύματα και η λατρεία προς τις θεωρίες συνωμοσίας, η αισθητική αταξία και ενίοτε ασχήμια, το «χύμα» που βλέπει κανείς στον δρόμο, είναι σίγουρα κομμάτι του εαυτού μας. Κανείς μας δεν θα ήθελε μια κλινικά αποστειρωμένη Ελλάδα. Αφήστε που, και να το ήθελε, δεν θα το επέτρεπε το DNA μας, ακόμη και με μαζικές... μεταγγίσεις βορειοευρωπαϊκού αίματος στις φλέβες μας.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποια στιγμή γίναμε μια θεσμικά βαλκανική χώρα με προσωπείο ευρωπαϊσμού. Τα τελευταία δέκα χιλιόμετρα προς την Πρίστινα μου θύμισαν την Κηφισίας της δεκαετίας του 2000, σε άλλη κλίμακα και σε άλλο στυλ βεβαίως. Μπροστά, γυάλινα κακοκατασκευασμένα κτίρια με μεγάλες δόσεις νεοπλουτισμού και πίσω, λασπουριά, διαλυμένα πεζοδρόμια και χάος.
Ευτυχώς απέχουμε έτη φωτός από το Κοσσυφοπέδιο, τα Σκόπια, την Αλβανία, τη Βουλγαρία. Με μία διαφορά. Εκείνοι ξέρουν τι θέλουν να πετύχουν και τα δίνουν όλα για να το καταφέρουν, με δύναμη και θάρρος.
Θέλουν να γίνουν Ευρωπαίοι, να μας φτάσουν. Εμείς τι στόχους έχουμε ως έθνος;
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ