Μια μικρή ιστορία θα σας αφηγηθώ
σήμερα, για να ταιριάξω κάπως με την καλοκαιρινή σας διάθεση, εν όψει διακοπών,
χωρίς να ξεφύγουμε, ωστόσο, από την επικαιρότητα – που μας στοιχειώνει…
Καλοκαίρι του 1985, στη Νέα Υόρκη.
Πολλοί από μας, μεταπτυχιακοί φοιτητές και εργαζόμενοι, δεν
είχαμε ευκαιρία να πάμε στην Ελλάδα τότε και «ξεσκάγαμε», όπως μπορούσε εκεί,
στο big apple («μεγάλο μήλο»)...
Ένα βράδυ Παρασκευής (TGIF - Thank God it is Friday), μια μεγάλη
παρέα καταλήξαμε στο South Sea Port.
Στο Νότιο Μανχάταν, δίπλα στη Wall Str., εκεί που η Foulton Str.
βγαίνει στην προκυμαία του East River…
Μπροστά ακριβώς από τις «δύο γέφυρες», (η μια, η πασίγνωστη
Brooklyn Bridge) υπήρχαν τότε υπαίθρια καφέ και μπυραρίες, όπου σύχναζε η
νεολαία.
Ιδανικό μέρος για να χαλαρώσεις μέσα στην καλοκαιριάτικη Νέα
Υόρκη που έβραζε από τον καύσωνα («σαραντάρια» θα λέγαμε εδώ, «εκατοστάρια»
λέγαμε εκεί, γιατί η θερμοκρασία μετριέται σε βαθμούς Fahrenheit).
Απέναντι από το λιμάνι, ωστόσο, το βράδυ πάντα δρόσιζε…
Ιδιαίτερα τις Παρασκευές το βράδυ (ή έτσι μας φαινόταν, τέλος
πάντων).
Η παρέα μας μεγάλη και ανάμικτη, όπως πάντα.
Καμιά 10αρία Έλληνες και Ελληνίδες. Κι άλλοι τόσοι ξένοι ή
ξένες…
Ηλικίας 22-30 ετών. Οι περισσότεροι από μας «ζευγαρωμένοι» τότε…
Κι όσοι δεν ήμασταν ζευγαρωμένοι, κάτι «ψηνόταν» επί τόπου…
Και η κουβέντα, βέβαια στα αγγλικά.
Στο βάθος έπαιζε μουσική soft rock…
Αλλά δεν την πολύ-ακούγαμε…
Κάποια στιγμή μπήκε – το θυμάμαι σαν χθες – το κλασσικό hit:
Sway with me…
Και αρκετοί – ιδιαίτερα όσοι φλέρταραν εκείνη τη στιγμή –
σηκωθήκαμε και το χορέψαμε, ανάμεσα στα τραπέζια και τους ντόκους της
προκυμαίας…
Κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο…
Εκεί που άναψε το κέφι και χορεύαμε όλοι πια, ξαφνικά σταματάει
η μουσική προς στιγμήν κι ακούγεται μια λέξη στα Ελληνικά:
--Αφιερωμένο!
Κοιταχτήκαμε όσοι ήμασταν Έλληνες, με απορία.
Και καθίσαμε στις θέσεις μας.
Οπότε ακούγεται ένας ήχος που μας «έστειλε» όλους.
Επί τόπου…
--Δεν έχω σπίιιιτι, πίσω για να ρθώ…. Ούτε κρεββάτι για να
κοιμηθωωωωω.
Ο διπλανός μου άρχισε να μεταφράζει και να εξηγεί στην κοπέλα
του - μια Αμερικανίδα από την Καλιφόρνια - τα λόγια και το νόημα:
--Είναι ένα πολύ εμβληματικό τραγούδι, της λέει, αλλά αρχίζει με
έντονη «ανατολίτικη επιρροή».
Μοιάζει σαν αμανές, σαν μικρασιατικός λυγμός…
--Δεν έχω δρόμο, ούτε γειτονιά, Να περπατήσω μια Πρωτομαγιάααα…
Κοίταξα γύρω μου. Οι άλλοι Έλληνες είχαμε αποσβολωθεί.
Και οι ξένοι φίλοι μας, είχαν αρχίσει να νιώθουν κι αυτοί τη
συγκίνηση που ανάβρυζε από μέσα μας…
Ξαφνικά το μουσικό τέμπο άλλαξε.
Ο ρυθμός έγινε κοφτός, σαν αρχή εμβατηρίου…
--Τώρα έφυγε ο ανατολίτικος «λυγμός», εξηγεί ο φίλος δίπλα μου.
Κι αρχίζει το επικό στοιχείο. Πιο «Ελληνικό» πλέον…
Το μπουζούκι παιανίζει κανονικά. Το εμβατήριο αρχίζει να
ακούγεται σαν κάλεσμα σε «προέλαση».
--Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα μου τα ‘πες με το πρώτο σου το
γάλα.
Μια δικιά μας σήκωσε και μερικούς ακόμα Έλληνες κι άρχισαν να το
χορεύουν «χασάπικο»…
Στο μεταξύ το μουσικό άκουσμα κορυφωνόταν συνεχώς σε ρυθμό και
ένταση:
--Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τ’ αρχαία σου στολίδια
και δεν δακρύζεις ποτέ σου, μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς…
Τώρα πια οι Έλληνες δεν κοιταζόμασταν μεταξύ μας.
Κοιτάγαμε όλοι κάτω και προσπαθούσαμε να συγκρατηθούμε…
Οι ξένοι μας περιεργάζονταν, αμήχανοι κι αυτοί…
Ο διπλανός μου προσπαθούσε να μεταφράσει και κόμπιαζε.
Η φίλη του τον αγκάλιασε τρυφερά, σαν να προσπαθούσε να του
δώσει κουράγιο…
Αλλά εκείνο το βράδυ μας την είχαν «στημένη», κυριολεκτικά:
Και ο Γκάτσος με τους στίχους του, και ο Ξαρχάκος με τη μουσική
του
Και ο Δημητράτος παρέα με τη Λινάρδου με τις φωνές τους…που από
τα μεγάφωνα, εκεί στο Sea Port, συνέχιζαν ακάθεκτοι:
--Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τ’ αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες, γύφτισσα, μαϊμού
Ελλάδα, Ελλάδα, μάνα του καημού
Κρατάγαμε πια με το ζόρι τα δάκρυα στα μάτια μας ή έτσι
νομίζαμε, δηλαδή...
Γιατί οι ξένοι φίλοι μας το είχαν καταλάβει…
Στο μεταξύ ο διπλανός μου, κομπιάζοντας αλλά με σταθερή φωνή όσο
μπορούσε, συνέχισε ακόμα να μεταφράζει πιστά και να τον ακούνε πια όλοι οι
γύρω:
--Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου, μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς
Τώρα πια κλαίγαμε όλοι. Κανονικά.
Κάποιοι από μας, για να μη μας δούν, σηκωθήκαμε και πήγαμε λίγο
μακρύτερα, προς την αποβάθρα, να μας χτυπήσει και η δροσιά της θάλασσας.
Που περιέργως ερχόταν καυτή, ίδια με τα συναισθήματα που
ανάβλυζαν από την ψυχή μας.
Εκεί ήλθε κοντά μου η κοπέλα που συνόδευα εκείνο το βράδυ:
Μέχρι εκείνη την στιγμή άκουγε προσεκτικά τη μετάφραση των
στίχων από το φίλο μου δίπλα.
Όπως και οι υπόλοιποι ξένοι…
--Αλήθεια, αυτά λένε οι στίχοι; με ρώτησε.
Ναι, της απάντησα κοφτά, χωρίς να την κοιτάξω…
--Και πώς το λένε το τραγούδι, με ξαναρώτησε…
--Μάνα μου Ελλάς, της είπα και την κοίταξα.
Είχε βουρκώσει κι εκείνη…
Γυρίσαμε στην παρέα.
Όσοι είχαν σηκωθεί νωρίτερα να χορέψουν δεν χόρευαν πια.
Κι αυτοί είχαν μπήξει τα κλάματα. Μερικοί με λυγμούς…
Ανάθεμά σε Κώστα Φέρρη με το «Ρεμπέτικό» σου– που ακόμα δεν το
είχα δει τότε…
Χάλια μας έκανες εκείνο το βράδυ…
Όμως μέσα από όλη εκείνη την «αναστάτωση», κάτι είχε γεννηθεί
μέσα μας.
Ή κάτι είχε ξυπνήσει. Γιατί και πριν υπήρχε, αλλά κοιμόταν…
Τα επόμενα χρόνιαμ στη Νέα Υόρκη πάντα, το ίδιο αισθάνθηκαν και
το ίδιο πέρασαν χιλιάδες νέα Ελληνόπουλα, που βρέθηκα εκεί…
Όχι «τυχαία», στο Sea Port…
Όμως σε άλλα μόνιμα «στέκια» μουσικής έκστασης και…
πατριδογνωσίας!
Στις μυσταγωγίες κάθε Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ, στο
«Μικρόκοσμο» με τη Γρηγόρη Μανινάκη και τη Νικέτη Κοντούρη ή στο «Ακρόαμα» με
τον Βαγγέλη Φάμπα και την Τζούλη Ζιάβρα, το Σεραφείμ Λάζο και τη Φανή Πολυμέρη
ή αργότερα στο «Θίασο», απ’ όπου πέρασε, ένα φεγγάρι, και ο Διονύσης
Σαββόπουλος και απογείωνε τους πάντες με το «ας αρχίσουν οι χοροί»…
Άλλοι από τους θαμώνες ήταν αριστεροί καραμπινάτοι…
Άλλοι δεξιοί, αδιάφοροι…
Άλλοι ΠΑΣΟΚοι μπλαζέ, άλλοι σκέτοι απολιτίκ…
Όλοι ήταν «κοσμοπολίτες», γιατί σπούδαζαν και δούλευαν έξω από
τη χώρα, στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου, εφτά «ωριαίες ζώνες» μακριά.
Όλοι έβριζαν, φώναζαν, τσακώνονταν, όλοι κατά καιρούς ορκίστηκαν
να «μην ξανα-ασχοληθούν με την Ελλάδα και τη μιζέρια της» κι όλοι νοσταλγούσαν
την Ελλάδα σαν τρελοί…
Και την κουβαλούσαν μέσα τους και μετέδιδαν τη νοσταλγία στους
ξένους, κορίτσια κι αγόρια, που «ταίριαξαν» μαζί τους κατά καιρούς, που δεν
είχαν δει την Ελλάδα ποτέ τους, αλλά με τόσα που είχαν ακούσει κι είχαν νιώσει
κι αυτοί…
Νοσταλγία – μια λέξη Ελληνική, Ομηρική για την ακρίβεια
Που βγαίνει από το «σύνδρομο του Οδυσσέα»: νόστος + άλγος
Δηλαδή ο πόνος (άλγος) που δημιουργεί η λαχτάρα της επιστροφής
(νόστος).
Άντε να το μεταφράσεις αυτό…
Δεν χρειάζεται!
Η nostalgia υπάρχει ως απευθείας «δάνειο» από την (ομηρική)
Ελληνική σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες...
Ο καθένας μας από άλλους δρόμους, είτε στη Διασπορά, είτε μέσα
στην Ελλάδα, είτε ακούγοντας μουσική, είτε στην καθημερινότητά του, κάποια
στιγμή αφουγκράστηκε αυτό που κουβαλάει μέσα του.
«Κυτταρική μνήμη», το λένε;
Ανεξίτηλο πολιτιστικό αποτύπωμα;
Ό,τι και να ’ναι, είναι χαραγμένο σε μάρμαρο!
Στις ψυχές μας…
Γι’ αυτό σας λέω…
Όσα σκατά και να ρίχνουν απάνω, ό,τι είναι χαραγμένο στο μάρμαρο
δεν σβήνει.
Δεν πάνε να «αποχρωματίζουν» την Ιστορία μας, δεν πάνε να
ευτελίζουν τη γλώσσα μας, δεν πάνε να βάζουν στον κλήρο ποιος θα… κρατήσει τη
σημαία μας.
- λες και είναι αγγαρεία, κι όχι τιμητική διάκριση…
Δεν πάνε να πασχίζουν να καταργήσουν στα σχολειά μας τη
διδασκαλία της Ορθοδοξίας που είναι αναπόσπαστο μέρος της εθνικής μας
ταυτότητας και είναι πολιτιστικός ακρωτηριασμός ο «εξοβελισμός» της…
Δεν πάνε να παραβιάζουν το Σύνταγμα και τις σαφείς προβλέψεις
του για την ανάπτυξη της «Εθνικής και Θρησκευτικής Συνείδησης» των παιδιών μας…
Δεν πάνε να ασχημονούν με όλα τα σύμβολα και όλο το νόημα που
κουβαλάνε τα σύμβολά μιας ταυτότητας που σμιλεύτηκε κι άντεξε για χιλιετίες…
Τον καιρό τους χάνουν!
Και μόνοι τους απομονώνονται.
Γιατί τώρα πια ο κόσμος τους καταλαβαίνει…
Και τον εξοργίζουν…
Όσες «ακαθαρσίες» κι αν πετάνε στο μάρμαρο το χαραγμένο, το
πλένεις με νεράκι και καθαρίζει.
Κι ό,τι γράφει πάνω δεν ξεγράφει…
Το είπε και ο δικός τους, ο Ρίτσος κάποτε:
--Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει…
Στα «Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας»…
Αλήθεια, και τον Ρίτσο η «Πικρή Πατρίδα» τον ενέπνεε!
Έτσι;
Αφού ύμνησε τον… χορό των τάκνς στην κόκκινη πλατεία της Πράγας
(μετά την σοβιετική εισβολή του ’68), τελικά η «Πικρή Πατρίδα» τον ενέπνευσε κι
αυτόν.
Αυτό που είχε μέσα του ξύπνησε – πετάχτηκε και τον πήρε
παραμάζωμα
Κι αυτόν κι όσες αριστερές παπάτζες είχε γράψει παλαιότερα…
Κι έτσι ο Ρίτσος τους έδωσε την καλύτερη απάντηση:
--Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς
εκεί που πάει να σκύψει,
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο!
Να τη πετιέται από ξαρχής…
Θεός σχωρέστον, τον Γιάννη Ρίτσο, μια φορά μας προειδοποίησε:
Ό,τι και να λένε, ό,τι κι αν κάνουν, οι Τσίπρες, οι Γαβρόγλου,
οι Φίληδες και οι Μπαλτάδες, όσο και να αφελληνίζουν τα παιδιά μας, (μαζί με
καμπόσους απ’ όσους προηγήθηκαν, βέβαια), όλα τα περιμένει κάπου η Ρωμιοσύνη να
πεταχτεί από μέσα τους και να αποκαλύψει όσα έχει χαράξει στις ψυχές μας αιώνες
τώρα…
«Στημένη» τους την έχει.
«Στημένη» μας την έχει…
Μπορεί να συμβεί στο σπίτι σας την ώρα που ακούτε την Ελευθερία
Αρβανιτάκη να τραγουδά το «Αερικό» στην τηλεόραση, μπορεί να συμβεί την ώρα που
ακούτε στο… Voice τη Νικολέτα να τραγουδάει το απίστευτο Σμυρνέϊκο «της
θάλασσας κρατώ κακιά - του βαποριού αμάχη», μπορεί να σας συμβεί με Μητροπάνο,
ή με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, ή με τον Πασχάλη Τερζή, ή με τον Μπάμπη
Τσέρτο, δεν ξέρεις από πού θα σού ’ρθει, αλλά κάπου θα σε βρει και θα σου
βγάλει το μάρμαρο που είναι χαραγμένο βαθιά μέσα σου
Κάπου θα σε βρει…
Ακόμα και στο Sea Port,
κάποιο ανυπόφορο καλοκαιρινό βράδυ, στη μακρινή Νέα Υόρκη.