Πώς γίνεται οι άνθρωποι που δεν
έζησαν πόλεμο να είναι πιο φανατικοί, πιο μισαλλόδοξοι και τυφλοί από εκείνους
που τον έζησαν; Η απάντηση είναι απλή: όταν έχεις δει το κακό με τα μάτια σου,
γίνεσαι πιο γενναιόδωρος. Εκτός κι αν από ψυχισμό στερείσαι τον απαραίτητο
εκείνο χώρο μέσα σου που θα διαθέσεις και στον άλλο όταν έρθει η κατάλληλη
στιγμή.
Το πρόσφατο περιστατικό στο
Δίστομο, θλιβερό και γελοίο μαζί, μας διδάσκει μάλλον κάτι τέτοιο: Εκ του
ασφαλούς όταν γαβγίζεις, άκαπνος και αβάπτιστος στο πυρ, προκαλείς απλώς
θόρυβο, ξερνώντας το εσωτερικό σου δηλητήριο.
Στους αρχαίους χρόνους, βουτούσαν
το βέλος σε δηλητήριο για να φονεύουν είτε τον εχθρό είτε το θήραμα του
κυνηγιού. Εξ ου και «τοξικό». Το βλέπουμε σήμερα, το ζούμε σχεδόν δέκα χρόνια
τώρα, αυτήν τη βιτριολική φωνασκία και τοξοβολία, και αυτό που απομένει να
δούμε είναι μέχρι πότε αυτή η στάση, ή και πόζα αν προτιμάτε, θα έχει πέραση.
«Υπάρχει η φοβερή παρεξήγηση, η
σύγχυση μεταξύ θορύβου και ζωής.
Οι περισσότεροι δεν μπορούν να καταλάβουν τη
ζωή δίχως θόρυβο», έλεγε προπολεμικά ο Αγγελος Σικελιανός στον Κωστή Μπαστιά
(«Φιλολογικοί περίπατοι», επιμ. Αλέξης Ζήρας, εκδ. Καστανιώτη). Βλέπουμε λοιπόν
ότι δεν είναι κάτι καινούργιο όλο αυτό, απλώς, σε καιρούς έκπτωσης, ο θόρυβος
επιβεβαιώνει τα πιο χαμηλά ένστικτα. Τα είδαμε στο Δίστομο.
Το είδαμε όμως και στον απόηχο του
τραγικού περιστατικού στο Μενίδι.
Εδώ δεν χρειάστηκε χολή, όπως στο Δίστομο,
αλλά κάτι χειρότερο ακόμη: Η διά της πλαγίας οδού έκφραση προτίμησης της εκπυρσοκρότησης
ως επίδειξη συλλογικής, αν όχι και εθνικής, χαράς, έναντι της ανθρώπινης ζωής –
πόσο δε μάλλον της ζωής ενός παιδιού. Επίσημες δηλώσεις, πανηγυρικές μάλιστα
περί των χαρμόσυνων έως και «εθνικοαπελευθερωτικών», λαϊκών πυροβολισμών,
ελάχιστες ημέρες μετά τον θάνατο του αγοριού στο Μενίδι.
Και αυτό να έχει
λεχθεί από υπουργικά χείλη – ξέρετε ποια, δεν θα ήθελα να αναφέρω ούτε το όνομα
(δεν θα ήθελα να αναφέρω κανένα από τα ονόματα που προκαλούν όλο αυτόν τον
δηλητηριώδη θόρυβο γενικά). Εάν στο Δίστομο ο Γερμανός πρέσβης γέλασε από μέσα
του με την εκ του ασφαλούς επιθετική γραφικότητα, οι γονείς που έχασαν το παιδί
τους θα πρέπει να γονάτισαν ακόμη μία φορά ακούγοντας ξανά τον τυφλό, αδέσποτο
πυροβολισμό διά στόματος υπουργού.
Αυτή είναι η Ελλάδα όμως. Ή,
μάλλον, και αυτή. Και, για να επιστρέψουμε στους συλλογισμούς παλαιοτέρων,
αυτήν τη φορά στον Μιλτιάδη Μαλακάση (από τον ίδιο τόμο η πηγή): «Σε αυτό τον
τόπο δεν κατοικούν άνθρωποι, αλλά θεοί.
Αν παρακολουθήσετε την πολιτική ζωή του
τόπου, θα ιδήτε ότι το φέρσιμό μας μόνον θεοί μπορούσαν να το έχουν. (...) Τι
τα θέλετε, οι δώδεκα θεοί της αρχαιότητος δεν εκάθησαν ασκόπως ή τυχαίως επάνω
εις τον Ολυμπο. Η Ελλάς είναι χώρα θεών και δι’ αυτό και δεν την ξεσυνερίζεται
και κανείς. Προσέξτε τους ανθρώπους πώς περπατούν στους δρόμους και πήτε μου αν
έχω δίκηο».
Είναι αυτό που η ψυχανάλυση θα
όριζε, νομίζω, ως «ναρκισσιστική διαταραχή».