Εμείς οι άλλοι έχουμε διαφορετική γνώμη», του λέω. «Εσείς οι άλλοι
δεν υπάρχετε», μου αποκρίνεται.
Τάκης Σινόπουλος, " Νυχτολόγιο" (1978)
«Πραγματικά είναι να απορεί κανείς… Οι μισοί τηλεθεατές να βλέπουν
Survivor;» αναρωτιόταν με λεπτεπίλεπτη δυσανεξία τις προάλλες μια συμπαθέστατη
δημοσιογράφος στο διαδίκτυο.
Πολύ περισσότερο που δεν αξίζουν κανέναν οίκτο, αφού πήγαν εκεί
οικειοθελώς και τώρα μυξοκλαίνε όπως ο "Σπαλ", (Σπαλιάρας) και άλλοι,
που δηλώνουν ότι ξεκουβαλήθηκαν μέχρι τον Άγιο Δομήνικο για να ξεχάσουν το
θάνατο του πατέρα τους, αγαπάνε τα παιδάκια τους ή γουστάρουν τις προκλήσεις
και άλλα τέτοια γενικώς υψηλά κίνητρα.
Λες και στη ζωή συμβαίνει κάπως αλλιώς. Θαρρείς και κάμποσοι
διπλανοί στη δουλειά ή στην πολυκατοικία που γλείφουνε και έρπουν το κάνουν με
άλλον τρόπο. Απλώς εκεί το βλέπεις ακατέργαστο μπροστά σου, με την διαφορά ότι
αντί να το σιχαίνεσαι, το περιγελάς. Τουλάχιστον είναι αυθεντικό. Στην κανονική
ζωή, μεσολαβεί η υποκρισία των σχέσεων...
«Απορώ! Ποιος μπορεί να θέλει να βλέπει νέους ημίγυμνους και
ημίγυμνες με μυς και σωστές καμπύλες φόρα παρτίδα να τρέχουν, να χοροπηδούν, να
περνούν εμπόδια, να κολυμπούν, να σημαδεύουν, να στριμώχνονται, να
ανεβοκατεβαίνουν σχοινιά, να δείχνουν τη δύναμη και την αδυναμία τους;»
ξανα-αναρωτιέται η συμπαθής δημοσιογράφος. Εμείς φυσικά!
«Ποιος μπορεί να θαυμάζει τις καμπύλες και τους μυς που εκείνοι
έκαναν τόσον κόπο να αποκτήσουν; Ποιος μπορεί να θέλει να έχει τέτοιες καμπύλες
και τέτοιους μυς;», Ε, πάλι εμείς! Που όταν γυρνάμε κουρασμένοι και με αηδία
σπίτι, δεν το ρίχνουμε στον Μπαντιού, όπως θα ήθελε εκείνη…Μας αρκεί να
ψηλαφούμε την επιδερμίδα.
Συνοψίζοντας: Δεν γνωρίζουν τίποτε για την πλέμπα όσοι γράφουν
περιφρονητικά για τις συνήθειές της. Κι ούτε προσπαθούν να την καταλάβουν.
Όσο
για τις προτάσεις τους… Να κόβεις φλέβες. Οπότε αφήστε μας στην τρέλα μας.
Γιατί προς το παρόν, ελλείψει κάτι καλύτερου και όχι του Μπαντιού, προφανώς,
ούτε του «Κύκλου με την κιμωλία» του Μπρέχτ, που γέμισε την βαθειά επαρχιακή
Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης, θα βλέπουμε Survivor.
Κι όχι επειδή, δήθεν «αυτά θέλει ο λαός». Στην παληά Σοβιετία,
αλλά ακόμα και μετά τον ξεπεσμό της, ακόμα και τώρα, βλέπει κανείς στα μεγάλα
μουσικά θέατρα ανθρώπους κάθε ηλικίας, «λαϊκούς», να ακούνε με κατάνυξη
Σοστακόβιτς και να βουρκώνουν από αισθητική συγκίνηση.
Γιατί μάθανε ότι η κλασσική μουσική, δεν είναι για να παίζει στα
ραδιόφωνα μονάχα όταν πεθαίνει κάποιος επίσημος, όπως συμβαίνει στη χώρα μας,
αλλά, όπως έλεγε ο Πλάτων Γαλάτης, αυτή η ανυπέρβλητη φυσιογνωμία που όργωνε τη
Μακεδονία και όχι μόνο, τη δεκαετία του ΄80, δίνοντας παράλληλα με την εργασία
του (ήταν τοπογράφος) δωρεάν ρεσιτάλ κλασσικής κιθάρας με Albeniz, Scarlatti,
Bach, Fernando Sor και Francisco Tarrega, ήταν η κλασσική μουσική, η λαϊκή
μουσική της εποχής της. «Ο τρόπος που μιλάμε με τον Θεό».
Αν το δείξεις με κάποιον ευγενικό τρόπο και κάπως συστηματικά
αυτό, είναι σίγουρο ότι θα θέλει να τον μάθει κι η πλέμπα...