Το τραγελαφικό περιστατικό με τις μεταμφιέσεις και την
πλαστογραφία στη Νέα Υόρκη –όπως τουλάχιστον δημοσιοποιήθηκε, διότι δεν ήμουν
παρών– είναι λυπηρό ως γεγονός και προσβλητικό για κάθε Ελληνα δημοσιογράφο. Η
πικρία και η ενόχληση είναι μεγαλύτερες για κάποιους από εμάς που έχουμε
πολυετή επαγγελματική παρουσία στις ΗΠΑ. Και αυτό, γιατί ως ανταποκριτής στο
εξωτερικό δεν είσαι μόνο ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος. Οι συνθήκες σε
καθιστούν εκ των πραγμάτων και τρόπον τινά εκπρόσωπο της Ελλάδας στη χώρα όπου
εργάζεσαι.
Δεν ανήκεις και δεν πρέπει να ανήκεις στην κυβέρνηση, τη σημερινή, την προηγούμενη ή την επόμενη, αλλά όταν εργάζεσαι ως ανταποκριτής, και πολύ περισσότερο όταν βρίσκεσαι στη σημαντικότερη χώρα του κόσμου, έχεις και κάποιες επιπρόσθετες υποχρεώσεις, ηθικές, και έως έναν βαθμό, θα τολμούσα να πω, εθνικές.
Η ανάρμοστη συμπεριφορά σου δεν αφορά μόνο εσένα, όπως ίσως συμβαίνει όταν βρίσκεσαι στα στενά όρια της ελληνικής επικράτειας. Οταν βγαίνεις από αυτά, οι πράξεις σου αντανακλούν και στη χώρα.
Αν είσαι ανταποκριτής μεγάλου μέσου ενημέρωσης σε σημαντική χώρα, έχεις και μια εθνική υποχρέωση, διότι μπορείς να οδηγήσεις και στη δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων και αναλύσεων για την Ελλάδα, και ενίοτε στη χάραξη πολιτικών που μπορεί να ζημιώσουν τη χώρα σου. Για να το πω απλά, «η φανέλα είναι βαριά».
Ακόμη και όταν καταθέτεις την άποψή σου για τον δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη της χώρας σου σε συζητήσεις με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου ή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δεν έχεις δικαίωμα –έτσι τουλάχιστον αισθάνομαι εγώ– να βγάλεις τα προσωπικά σου απωθημένα, ούτε να μιλάς φορώντας κομματικές παρωπίδες. Λες την άποψή σου, εμπεριστατωμένα και σοβαρά. Δεν παίζεις. Ως ανταποκριτής σε σημαντική πρωτεύουσα έχεις ευθύνες. Δεν κάνεις και δεν λες ανοησίες.
Αλλά στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι καν η αντικειμενικότητα σε ό,τι αφορά πρόσωπα και πολιτικές καταστάσεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μεταμφιέσεις, περούκες και πλαστογραφία με σκοπό να χρεωθεί μια παραγγελία στο δωμάτιο κάποιου άλλου. Φθάνουμε, δυστυχώς, στη χυδαιότητα και σε συμπεριφορές που όχι μόνο προσβάλλουν, αλλά οδηγούν ακόμη και σε κινητοποίηση των αστυνομικών αρχών. Δεν έχουμε πλέον να κάνουμε απλά με φαρσοκωμωδία. Τα πράγματα λαμβάνουν πολύ άσχημη τροπή.
Οσο για την ουσία της υπόθεσης, μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με ένα πολιτικό πρόσωπο, μπορεί, και ως δημοσιογράφος οφείλει, να του ασκεί κριτική για πολιτικές επιλογές και συμπεριφορές. Αλλά δεν αλιεύονται έτσι οι πληροφορίες. Οι περούκες δεν αποτελούν εξοπλισμό για ανταποκριτές και η πλαστογραφία δεν είναι εργαλείο άσκησης της δημοσιογραφίας. Δεν γίνονται έτσι οι αποκαλύψεις που υπηρετούν το κοινό συμφέρον. Δεν ελέγχεται έτσι η εξουσία.
Δεν ανήκεις και δεν πρέπει να ανήκεις στην κυβέρνηση, τη σημερινή, την προηγούμενη ή την επόμενη, αλλά όταν εργάζεσαι ως ανταποκριτής, και πολύ περισσότερο όταν βρίσκεσαι στη σημαντικότερη χώρα του κόσμου, έχεις και κάποιες επιπρόσθετες υποχρεώσεις, ηθικές, και έως έναν βαθμό, θα τολμούσα να πω, εθνικές.
Η ανάρμοστη συμπεριφορά σου δεν αφορά μόνο εσένα, όπως ίσως συμβαίνει όταν βρίσκεσαι στα στενά όρια της ελληνικής επικράτειας. Οταν βγαίνεις από αυτά, οι πράξεις σου αντανακλούν και στη χώρα.
Αν είσαι ανταποκριτής μεγάλου μέσου ενημέρωσης σε σημαντική χώρα, έχεις και μια εθνική υποχρέωση, διότι μπορείς να οδηγήσεις και στη δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων και αναλύσεων για την Ελλάδα, και ενίοτε στη χάραξη πολιτικών που μπορεί να ζημιώσουν τη χώρα σου. Για να το πω απλά, «η φανέλα είναι βαριά».
Ακόμη και όταν καταθέτεις την άποψή σου για τον δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη της χώρας σου σε συζητήσεις με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου ή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δεν έχεις δικαίωμα –έτσι τουλάχιστον αισθάνομαι εγώ– να βγάλεις τα προσωπικά σου απωθημένα, ούτε να μιλάς φορώντας κομματικές παρωπίδες. Λες την άποψή σου, εμπεριστατωμένα και σοβαρά. Δεν παίζεις. Ως ανταποκριτής σε σημαντική πρωτεύουσα έχεις ευθύνες. Δεν κάνεις και δεν λες ανοησίες.
Αλλά στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι καν η αντικειμενικότητα σε ό,τι αφορά πρόσωπα και πολιτικές καταστάσεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μεταμφιέσεις, περούκες και πλαστογραφία με σκοπό να χρεωθεί μια παραγγελία στο δωμάτιο κάποιου άλλου. Φθάνουμε, δυστυχώς, στη χυδαιότητα και σε συμπεριφορές που όχι μόνο προσβάλλουν, αλλά οδηγούν ακόμη και σε κινητοποίηση των αστυνομικών αρχών. Δεν έχουμε πλέον να κάνουμε απλά με φαρσοκωμωδία. Τα πράγματα λαμβάνουν πολύ άσχημη τροπή.
Οσο για την ουσία της υπόθεσης, μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με ένα πολιτικό πρόσωπο, μπορεί, και ως δημοσιογράφος οφείλει, να του ασκεί κριτική για πολιτικές επιλογές και συμπεριφορές. Αλλά δεν αλιεύονται έτσι οι πληροφορίες. Οι περούκες δεν αποτελούν εξοπλισμό για ανταποκριτές και η πλαστογραφία δεν είναι εργαλείο άσκησης της δημοσιογραφίας. Δεν γίνονται έτσι οι αποκαλύψεις που υπηρετούν το κοινό συμφέρον. Δεν ελέγχεται έτσι η εξουσία.