Εχοντας κατά νουν τη σημερινή στήλη, ξεκίνησα από το πρωί
να φτιάχνω στο μυαλό μου μίαν εξόχως διεξοδική και διεισδυτική ανάλυση της
πολιτικής κατάστασης (ταρατατζούμ!), η οποία κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Ολα
είναι εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του· ο μόνος παράγων που
λειτουργεί υπέρ τους είναι η βλακεία του ελληνικού λαού. Εχω ακλόνητη
εμπιστοσύνη στην τελευταία, οπότε περιττεύει να σας κουράζω με την «εξόχως
διεξοδική και διεισδυτική» ανάλυσή μου. Την πετάω στο καλάθι και πάμε σε
ελαφρότερα...
Ο
αθλητισμός, τα σπορ όπως λέμε, για μένα έχασε κάθε ενδιαφέρον αφότου
καταργήθηκαν οι μονομαχίες κατά τα πρότυπα της αυτοκρατορικής ρωμαϊκής
παράδοσης. Κάποιες φορές, μάλιστα, διερωτώμαι μήπως το σημείο αυτό, η καμπή της
εξέλιξης μετά την οποία τα σπορ χάνουν το ενδιαφέρον τους, βρίσκεται στην
κατάργηση της δουλείας – αλλά ας μην προχωρώ σε περιττές προκλήσεις με σκέψεις
για το βάρος των οποίων δεν είμαι ακόμη ώριμος. Εκεί που θέλω να φθάσω με όλα
αυτά είναι ότι οι Ολυμπιακοί δεν με ενδιαφέρουν και ποτέ δεν τους παρακολουθώ.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν αντιλαμβάνομαι τα σημαντικά όταν συμβαίνουν
στους Ολυμπιακούς· και το αξιοσημείωτο στους τελευταίους ήταν ο αριθμός, κυρίως
δε η ποιότητα των μεταλλίων, που κέρδισε η ελληνική ομάδα.
Αναφερόμενος στην ποιότητα, εννοώ τη βασική διάκριση από ανάλογες επιτυχίες του
παρελθόντος, δηλαδή τις συνθήκες υπό τις οποίες τέθηκαν οι βάσεις γι’ αυτά τα
μετάλλια. Οι Ελληνες ολυμπιονίκες του Ρίο δεν είχαν από πίσω τους το σύστημα
που είχε στηθεί επί ΠΑΣΟΚ. (Από μία λογοτεχνίζουσα μορφή του κινήματος με τάση
στον επικό λυρισμό, αλλά ας αφήσουμε τη σκόνη του παρελθόντος στην ησυχία
της...) Εκείνο το σύστημα είχε δύο βασικούς πυλώνες.
Πρώτον, κάτι πονηρόφατσες
προπονητές, γνώστες των νεοτέρων επιτευγμάτων της φαρμακολογίας και, δεύτερον,
μία ποικιλία γενναίων κινήτρων για τους ολυμπιονίκες. Ηταν ένα
ανατολικοευρωπαϊκό σύστημα, όπως θα το λέγαμε με ορολογία Ψυχρού Πολέμου, σε
εγχώρια εκδοχή ΠΑΣΟΚ. (Δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο παρά μόνο ΠΑΣΟΚ, διότι
μόνον ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάλαβε καλύτερα από κάθε άλλον πόσο βασικό στην
εθνική συνείδηση των Ελλήνων είναι το κόμπλεξ των αδικημένων της Ιστορίας. Γι’
αυτό, άλλωστε, και σφράγισε την εποχή του.)
Οι ολυμπιονίκες του Ρίο προέρχονται από μια Ελλάδα που έχει βαρεθεί τον εαυτό της μετά από έξι χρόνια ανακύκλωσης αποτυχημένων πολιτικών εξόδου από την κρίση. Προέρχονται από μια χώρα η οποία σαπίζει. (Αν βρίσκετε υπερβολικά δραματικό το ρήμα, θυμηθείτε τι είδους άνθρωποι αποτελούν σήμερα την πλειοψηφία στη Βουλή – ανθρωπολογικά, εννοώ, την πλειοψηφία. Θυμηθείτε επίσης ποιος είναι πρωθυπουργός της Ελλάδος και με ποια προσόντα πήρε τη θέση...)
Οι ολυμπιονίκες του Ρίο προέρχονται από μια Ελλάδα που έχει βαρεθεί τον εαυτό της μετά από έξι χρόνια ανακύκλωσης αποτυχημένων πολιτικών εξόδου από την κρίση. Προέρχονται από μια χώρα η οποία σαπίζει. (Αν βρίσκετε υπερβολικά δραματικό το ρήμα, θυμηθείτε τι είδους άνθρωποι αποτελούν σήμερα την πλειοψηφία στη Βουλή – ανθρωπολογικά, εννοώ, την πλειοψηφία. Θυμηθείτε επίσης ποιος είναι πρωθυπουργός της Ελλάδος και με ποια προσόντα πήρε τη θέση...)
Οι εφετινοί
ολυμπιονίκες προέρχονται από μια Ελλάδα από την οποία ό,τι καλύτερο υπάρχει σε
ανθρώπινο δυναμικό φεύγει για να γλιτώσει. Οι πιο νέοι, πιο μορφωμένοι και πιο
τολμηροί, όσοι δηλαδή έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα από τους άλλους να
διαμορφώσουν το μέλλον το δικό τους και των γύρω τους, φεύγουν έξω.
Υπό αυτές
τις συνθήκες, ό,τι πέτυχαν οι ολυμπιονίκες του Ρίο το έκαναν με τον εαυτό τους
και για τον εαυτό τους. Οι διακρίσεις που κατέκτησαν είναι ένας θρίαμβος της
ατομικής προσπάθειας. Είναι ό,τι αντίθετο προς τις αξίες αυτής της κυβέρνησης,
όπως καθρεφτίζονται στο κατατονικό και σκοτεινό βλέμμα του καταθλιπτικού
υπουργού που θεωρεί την αριστεία ρετσινιά.
Φυσικά, οι
δουλοπρεπείς πολιτικοί –λιγούρια της δημοσιότητας– όρμησαν εκ των υστέρων και
έπιασαν το γλείψιμο μετά μανίας. Σαν τα παιδάκια στις αρχές της δεκαετίας του
1950, που έτρεχαν πανηγυρίζοντας πίσω από τις κούρσες, όταν κατά τύχη περνούσε
καμιά από αυτές από δρόμο της γειτονιάς τους. (Λέγονται «κούρσες», διότι τότε
υπήρχαν μόνο τα επιβλητικά και τεραστίου μεγέθους αμερικάνικα τετράτροχα
οχήματα. Δεν είχαν βγει ακόμη τα «αυτοκίνητα»…)
Σε όλο αυτό, δεν έλειψαν και
κάποιες στιγμές σπάνιας (ελληνικής) ομορφιάς, όπως ο δήμαρχος εκείνος που
έσπευσε να ισοπεδώσει τον σκουπιδότοπο όπου προπονείτο η Κορακάκη μόλις την
επομένη της κατάκτησης του μεταλλίου. Προφανής σκοπός ήταν να εξαφανισθούν τα
τεκμήρια της ξεφτίλας των συνθηκών μέσα στις οποίες προετοιμάστηκε το μετάλλιο
της αθλήτριας. Το περιστατικό ήταν σίγουρα η επιτομή της πατροπαράδοτης
ελληνικής καραβλάχικης κουτοπονηριάς.
Το νόημα
της ανέλπιστα καλής συγκομιδής διακρίσεων από τους Ολυμπιακούς είναι ότι μέσα
από την προχωρημένη σήψη της εποχής της Μεταπολίτευσης (γιατί ακόμη εκεί
βρισκόμαστε) μπορεί να αναδεικνύονται παρόμοιες περιπτώσεις ατομικής
προσπάθειας και αριστείας· και αυτές στρέφουν το ενδιαφέρον της κοινωνίας στο
είδος των αξιών που έχουμε ανάγκη για να ξεπεράσουμε την κρίση.
Γιατί αυτό που
μας εμποδίζει να ξεφύγουμε είναι η αντοχή ενός διεφθαρμένου συστήματος,
βασισμένου στον κολλεκτιβισμό των τεμπέληδων και στη θεσμοθέτηση της ήσσονος
προσπαθείας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αυτή την Ελλάδα που την είδαμε να διακρίνεται
στο Ρίο επιτέλους ποιος θα την εκφράσει πολιτικά; Και εννοώ να την εκφράσει
ευθέως και θαρρετά, χωρίς ντροπή και δήθεν δημοκρατικές ενοχές.
Τη στιγμή
ακριβώς που τελειώνω την παράγραφο παραπάνω, συνειδητοποιώ ότι ο ενοχλητικός
θόρυβος που έρχεται από το ανοικτό ραδιόφωνο, όσο γράφω συγκεντρωμένος, είναι η
φωνή του κ. Σταϊκού (ρ)α, πολιτικού ο οποίος επιβιώνει ακόμη, πάντα ο ίδιος
–άχρους, άοσμος, άγευστος– από την εποχή του Κωνσταντίνου του Ακάματου. Ως
συνήθως, μιλάει και δεν λέει τίποτε. Ως συνήθως, λοιπόν, και εγώ σηκώνομαι από
τη θέση μου, εκφωνώ την αρμόζουσα στην περίσταση γλαφυρότητα και κλείνω το
ραδιόφωνο.