Πριν από χρόνια, όταν οι βόμβες των τρομοκρατών έπεφταν βροχή στην Αθήνα ο
Μιχάλης Χρυσοχοϊδης είχε αναρωτηθεί αν ζούμε στην Καμπούλ, αν η Ελλάδα έχει
μετατραπεί σε Αφγανιστάν όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, σκοτώνει όποιος
θέλει, εκβιάζει όποιον του γουστάρει, τον απειλεί, τον βάζει στο στόχαστρο.
Δεν ξέρουμε αν είμαστε Καμπούλ, αν είμαστε Κολομβία των Βαλκανίων ή αν
γίναμε Μεξικό όπου σκοτώνονται για ψύλλου πήδημα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι με
την περίπτωση του Παναγιώτη Μαυρίκου επιβεβαιώθηκε ότι κάτι δεν πάει καλά στην
Ελλάδα.
Δεν έχει να κάνει με πολιτικούς, κόμματα, κυβερνήσεις. Έχει να κάνει με
την ίδια την κοινωνία, με τις συμμορίες που λυμαίνονται τη νύχτα και τη μέρα.
Με... νόμιμους και παράνομους εγκληματίες που δεν έχουν κανέναν απολύτως ενδοιασμό
να σκοτώσουν για λίγα ευρώ ή για να κλείσουν στόματα.
Κανείς δεν ξέρει αν ο θάνατος του Μαυρίκου στο πολυτελές του αυτοκίνητο
(που ήταν γραμμένο στη γυναίκα του βεβαίως) προήλθε από δυστύχημα ή πρόκειται
για δολιοφθορά. Αν θέλουν οι αρχές θα μας πουν έπειτα από ενδελεχή έλεγχο. Αν
δεν θέλουν θα αφήσουν απλά να αιωρούνται υπόνοιες και μια ζωή θα ακούμε «τον
έφαγαν γιατί...».
Είναι απορίας άξιο βεβαίως πώς έγινε αυτό το δυστύχημα σε έναν άνθρωπο που
είχε εμπλακεί στο σκάνδαλο με τους εκβιασμούς στις ΔΕΚΟ για να παίρνουν
διαφήμιση. Μπορεί ο Μαυρίκος να ήταν αθώος, δίκη δεν έχει γίνει ακόμη. Άλλωστε
και ο... νεκρός δεδικαίωται. Μπορεί να ήταν και ένοχος, όπως και οι άλλοι
κατηγορούμενοι. Αυτά δεν έχουν τόση σημασία όσο έχει αν πράγματι κάποιοι τον
«έφαγαν» και γιατί.
Γνώριζε πολλά και κάποιοι φοβήθηκαν ότι θα μιλούσε; Κάποιοι έτρεμαν στην
ιδέα ότι μπορεί να είχε αποδείξεις και να έπαιρνε μαζί του πολλούς αν τον
καταδίκαζαν σε φυλάκιση;
Είχε εμπλακεί σε υποθέσεις πολύ βρόμικες και κάποιοι του έκλεισαν τον στόμα
ή τον εκδικήθηκαν; Είχε ενοχλήσει άλλους γνωστούς και άγνωστους επιχειρηματίες
με τους οποίες είχε δοσοληψίες και τελικά έγιναν εχθροί;
Άλλωστε, στην Ελλάδα επικρατεί τέτοιο χάος και ανομία που όλα τα ενδεχόμενα
είναι ανοικτά. Κάθε μέρα αποκαλύπτεται και μια συνομιλία από κοριούς με
καταγγελίες, υπόνοιες, ύποπτες κουβεντούλες ακόμη και για τον πρωθυπουργό αλλά
κανείς δεν μιλά και δεν κάνει τίποτε.
Κανείς δεν αναρωτιέται πώς βγαίνουν απόρρητα τηλεφωνήματα στη δημοσιότητα.
Κανείς δεν ερευνά αν πίσω από «κοριούς», από δημοσιεύματα, από διαρροές
κρύβονται μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Κανείς δεν ερευνά τις απειλές γνωστών και άγνωστων επιχειρηματιών που
μοστράρουν το πρόσωπο του καλού, τίμιου και ευεργέτη αλλά κρύβουν τόσα βρόμια
μυστικά όσα κανένας άνθρωπος της νύχτας.
Όλη η Ελλάδα ελέγχεται από συμμορίες εκβιαστών που ειδικά με την οικονομική
κρίση βρήκαν την ευκαιρία να πιέσουν για να βγάλουν περισσότερα. Απίστευτα
κυκλώματα κάνουν πάρτι με τους μετανάστες, φουσκωτοί κυκλοφορούν μέρα και νύχτα
και απειλούν, ξεπουλημένοι δημοσιογράφοι βάζουν τις πένες τους για 45άρι και
πυροβολάνε κατά βούληση του... αφεντικού.
Όχι μόνο στο χώρο των media, αλλά και στις επιχειρήσεις, στη ναυτιλία, στον
ιατρικό χώρο, στον τομέα των προμηθειών και των δημοσίων συμβάσεων επικρατεί
χάος, ανομία, φόβος, εκβιασμοί ή ακόμη και περίεργοι θάνατοι.
Δικαστές απειλούνται ότι θα βρεθούν σε χαντάκια, αναβάλλουν κρίσιμες δίκες,
παίρνουν... αναρρωτικές άδειες για να μη δικάσουν. Μάρτυρες κατηγορίας
παθαίνουν ξαφνικά... εμφράγματα ή εξαφανίζονται ενώ άλλοι δεν μιλάνε ποτέ.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα δομήθηκε πάνω στη ρεμούλα, την
παρανομία, τους «νόμιμους» δολοφόνους και εκβιαστές, τους πολιτικούς που τα
«αρπάζουν», τους δημοσιογράφους που κάνουν τεράστιες περιουσίες, εταιρείες –
μαϊμού που ξεπλένουν χρήμα και τη δικαιοσύνη να είναι και τυφλή και κουφή γιατί
φοβάται.
Δεν πάει άλλο, κι όχι γιατί ο Μαυρίκος σκοτώθηκε ή τον δολοφόνησαν. Δεν
πάει άλλο να ζούμε σε μια χώρα που έχει... νομιμοποιήσει την παράνομη καταγραφή
τηλεφώνων, τα «βαλιτσάκια» και τους «κοριούς». Τις απειλές των μπράβων, τους
ξυλοδαρμούς και τα καμένα αυτοκίνητα ως προειδοποίηση.
Απλώς, δεν πάει άλλο!