Τεράστιας αξίας όπλο το τουίτερ
στον αέναο πόλεμο της ενημέρωσης, με τη δυνατότητα που δίνει στον χρήστη του να
πληροφορήσει και να πληροφορηθεί ακαριαία. Ενα άμεσο μέσο δηλαδή, για να το
βαφτίσουμε λογοπαίζοντας. Αλλά αυτή ακριβώς η αμεσότητά του μπορεί εύκολα να το
μετατρέψει σε βλήμα αυτεπίστροφο, γνωστότερο ως μπούμεραγκ, όπως έχει ήδη
αποδειχθεί.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν οι τιτιβίζοντες δεν σκοπεύουν να
ανακοινώσουν μια κάποια στοιχειωδώς ελεγμένη πληροφορία, αλλά να «διδάξουν», να
προπαγανδίσουν, να «φιλοσοφήσουν», να ειρωνευτούν, να κάνουν πνεύμα. Ολοι τους
εμφανίζονται σεμνοπρεπώς βέβαιοι ότι το προ αιώνων λεχθέν, «το λακωνίζειν εστί
φιλοσοφείν», ειπώθηκε προπάντων γι’ αυτούς· προφητικά.
Οταν λοιπόν δεν μεσολαβεί στοιχειώδης σκέψη ανάμεσα στην (κάλπικη ή γνήσια) συναισθηματική διέγερση και στο πάτημα ή στην ψηλάφηση των πλήκτρων, όταν δηλαδή γράφεις χωρίς να μπεις στον κόπο να βουτήξεις πρώτα τη γλώσσα σου στο πνευματικό σου μελανοδοχείο, προκύπτουν τέρατα και σημεία που δεν έχουν γυρισμό ή διαγραφή.
Οταν λοιπόν δεν μεσολαβεί στοιχειώδης σκέψη ανάμεσα στην (κάλπικη ή γνήσια) συναισθηματική διέγερση και στο πάτημα ή στην ψηλάφηση των πλήκτρων, όταν δηλαδή γράφεις χωρίς να μπεις στον κόπο να βουτήξεις πρώτα τη γλώσσα σου στο πνευματικό σου μελανοδοχείο, προκύπτουν τέρατα και σημεία που δεν έχουν γυρισμό ή διαγραφή.
Για άλλους λόγους και σε άλλους καιρούς συμφώνησαν οι άνθρωποι πως
«ό,τι γράφει δεν ξεγράφει», να όμως που αποδεικνύεται ότι ο χώρος όπου
κατεξοχήν ισχύει ο αφορισμός αυτός είναι το Διαδίκτυο. Ενας χώρος ικανός να
παγιδεύει τους φανατικότερους ή βιαστικότερους των χρηστών του σε μια αθανασία
που συχνά είναι ανεπιθύμητη.
Βεβαίως, τα «ατυχή» τιτιβίσματά τους θα ήθελαν πολύ να τα εξαλείψουν από τον άυλο ιντερνετικό πίνακα, ως μη γενόμενα, εκείνοι που έστω και εκ των υστέρων και με τη συνδρομή τρίτων (ή εξαιτίας τού εις βάρος τους σαρκασμού τρίτων) μπορούν να συνειδητοποιήσουν την γκάφα τους, το λάθος, την υπερβολή, την ανοησία τους.
Βεβαίως, τα «ατυχή» τιτιβίσματά τους θα ήθελαν πολύ να τα εξαλείψουν από τον άυλο ιντερνετικό πίνακα, ως μη γενόμενα, εκείνοι που έστω και εκ των υστέρων και με τη συνδρομή τρίτων (ή εξαιτίας τού εις βάρος τους σαρκασμού τρίτων) μπορούν να συνειδητοποιήσουν την γκάφα τους, το λάθος, την υπερβολή, την ανοησία τους.
Αντίθετα, καμία τέτοια διάθεση, να σκίσουν ή να σβήσουν «τις πίσω
τους σελίδες», δεν έχουν όσοι παραμένουν λάτρεις του εαυτού τους, απόλυτα
βέβαιοι για τη σοφία τους και τη διανοητική τους υπεροχή, ακόμα κι όταν φίλοι
και γνωστοί τούς λένε ότι αυτήν τη φορά το παράκαναν, ότι έπεσαν έξω – ή μάλλον
μέσα: μέσα στην παγίδα που τους έστησε ο άνευ ορίων ναρκισσισμός τους, από
κοινού με το μένος τους εναντίον όσων δεν συμφωνούν με την εξοχότητά τους, της
πραγματικότητας συμπεριλαμβανομένης.
Σε διαψεύδουν, για παράδειγμα, δήμαρχοι και αρχιμανδρίτες, διαβεβαιώνοντας ότι κανένας πρόσφυγας και πουθενά στη Βόρεια Ελλάδα δεν απαίτησε να κατεβούν χριστιανικές εικόνες ή να σταματήσει να χτυπάει η καμπάνα διπλανού ναού, και ουδέποτε ουδείς τσαλαπάτησε πρόσφορα; Ε και;
Σε διαψεύδουν, για παράδειγμα, δήμαρχοι και αρχιμανδρίτες, διαβεβαιώνοντας ότι κανένας πρόσφυγας και πουθενά στη Βόρεια Ελλάδα δεν απαίτησε να κατεβούν χριστιανικές εικόνες ή να σταματήσει να χτυπάει η καμπάνα διπλανού ναού, και ουδέποτε ουδείς τσαλαπάτησε πρόσφορα; Ε και;
Εσύ επιμένεις στο τροπάριό σου για
τις «ισλαμικές αθλιότητες» και απλώς αλλάζεις ήχο: από τον σφοδρότατα καταγγελτικό
υποχωρείς στον οξύτατα ειρωνικό, χωρίς φυσικά να ψελλίσεις «συγγνώμη, λάθος».
Σε τέτοιες περιπτώσεις συνειδητής διακίνησης κατάφωρων ψευδών, με στόχο την
καλλιέργεια μίσους, ο όρος τιτιβίσματα παύει να ισχύει. Μάλλον για κρωξίματα θα
πρέπει να μιλάμε.