Το διπλό τρομοκρατικό κτύπημα στις
Βρυξέλλες συντάραξε την Ευρώπη, ίσως περισσότερο και από το αντίστοιχο του
Παρισιού τον περασμένο Νοέμβριο, αν και τα θύματα ήταν λιγότερα.
Λογικό από μία
άποψη, καθώς ο φόβος που προκάλεσε λειτούργησε σωρευτικά –αφού ήταν ένα ακόμη
κτύπημα μετά τα προηγούμενα–, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη διαπίστωση ότι οι
ισλαμιστές τρομοκράτες ξεπερνούν τις δυνατότητες αντιμετώπισής τους από τις
αρχές ασφάλειας των ευρωπαϊκών χωρών,
αλλά και για έναν ακόμη λόγο: αυτήν τη
φορά κατάφεραν καίριο πλήγμα στην πόλη όπου κτυπά η καρδιά της Ευρώπης
(Βρυξέλλες), και ενώ ο φερόμενος ως επικεφαλής του δικτύου τους, Αμπντεσλάμ,
είχε συλληφθεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «σοκ»
που προκάλεσε η τρομοκρατική επίθεση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι πολύ
μεγάλο, και κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει ακόμη με ακρίβεια το εύρος των
επιπτώσεων.
Το βέβαιον είναι ότι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα η Ευρώπη του
«μετά» θα είναι πολύ διαφορετική από την Ευρώπη του «πριν». Ολες οι αναλύσεις
επί αναλύσεων για τα αίτια, τις ανεπάρκειες των συστημάτων ασφαλείας και τις
συνέπειες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες
προεξοφλούν κάτι τέτοιο. Αλλωστε, αν πάρουμε τοις μετρητοίς τις δηλώσεις και
τις ενέργειες αξιωματούχων και κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη από την περασμένη
Τρίτη, τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν θα επηρεάσουν αναπόφευκτα τον τρόπο
ζωής των πολιτών.
Αυτός ήταν και παραμένει ένας από τους στόχους των
τρομοκρατών, μέσω της πρόκλησης φόβου.
Πολλές από τις σχετικές αναλύσεις
αναφέρονται στην ανεπάρκεια των βελγικών υπηρεσιών ασφαλείας. Προφανώς και δεν
είναι οι καλύτερες του κόσμου, αλλά το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς για τις
αμερικανικές, αγγλικές, τουρκικές, γαλλικές, ισπανικές υπηρεσίες ασφαλείας, και
όλων των χωρών όπου κατά καιρούς οι ισλαμιστές τρομοκράτες (Αλ Κάιντα, Ισλαμικό
Κράτος, κ.λπ.) έχουν κάνει πολύνεκρες επιθέσεις.
Τώρα, και πολύ σωστά,
επισημαίνεται από όλους ότι απαιτείται πολύ στενότερη συνεργασία (για να
μοιράζονται τις πληροφορίες) μεταξύ όλων αυτών των υπηρεσιών, και ειδικά για
την Ευρώπη, η ενοποίησή τους σε μεγάλο βαθμό. Αν αυτό επιτευχθεί, και μάλιστα
σύντομα, θα είναι επίσης ένα μεγάλο βήμα προς τον στόχο της πολιτικής
ενοποίησης. Της πολιτικής ενοποίησης που απειλείται άμεσα από τις οικονομικές
εξελίξεις, την τρομοκρατία, το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα και την άνοδο
εθνολαϊκιστικών κομμάτων στην εξουσία διαφόρων χωρών της γηραιάς ηπείρου.
Αλλωστε, μία από τις πιθανότατες συνέπειες της ισλαμικής τρομοκρατίας και του
προσφυγικού-μεταναστευτικού είναι η ενίσχυση των εθνολαϊκιστικών κομμάτων.
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να
περιμένει ότι ο καλύτερος συντονισμός ή και η ενοποίηση των υπηρεσιών ασφαλείας
των ευρωπαϊκών χωρών θα εξουδετερώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την ισλαμική
τρομοκρατία.
Με αυτή την έννοια είναι εύλογο να αναμένονται και άλλα
τρομοκρατικά κτυπήματα στο μέλλον. Οι πάντες παραδέχονται ότι είναι εξαιρετικά
δύσκολο να προληφθούν όλες οι επιθέσεις από ανθρώπους που είναι έτοιμοι να
πεθάνουν μαζί με τα θύματά τους. Η ελπίδα είναι ότι θα εξαλειφθεί το Ισλαμικό
Κράτος από τον χάρτη, γιατί αυτό είναι που προσφέρει το ιδεολογικό-θρησκευτικό
υπόβαθρο μίσους και την εκπαίδευση στους τρομοκράτες.
Από την άλλη πλευρά είναι
σίγουρο ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας και οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη γνωρίζουν,
και ας μην το παραδέχονται ανοιχτά, ότι οι επίδοξοι τρομοκράτες βρίσκουν
θαλπωρή, κάλυψη και στήριξη σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς που έχουν
εγκατασταθεί σε ευρωπαϊκές χώρες από χρόνια, είτε εξακολουθούν να ζουν στο
περιθώριο είτε όχι.
Ασφαλώς και δεν μοιράζονται όλοι
οι μουσουλμάνοι που ζουν στην Ευρώπη τη θρησκευτική ιδεολογία και το μίσος που
οδηγεί τους ισλαμιστές τρομοκράτες στις πράξεις τους.
Το αντίθετο. Δεν είναι
τυχαίο όμως ότι όσοι σκόρπισαν τον θάνατο ήταν «παιδιά» δεύτερης και τρίτης
γενιάς, γεγονός που το επεσήμανε και ο Γιουνκέρ στις δηλώσεις του προχθές. Δεν
«εισήχθησαν» από τη Συρία και το Ιράκ, ενώ αντίθετα χιλιάδες είναι εκείνοι που
ξεκίνησαν από την Ευρώπη για να πλαισιώσουν τις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους.
Ολα αυτά σημαίνουν, όμως, ότι λειτουργούν δίκτυα μέσα στις μουσουλμανικές
κοινότητες που τους καλύπτουν όταν επιστρέφουν. Αν προστεθούν οι ισχυροί
οικογενειακοί δεσμοί που χαρακτηρίζουν αυτές τις κοινότητες (πολλοί από τους
τρομοκράτες ήταν συγγενείς), γίνεται αντιληπτό πόσο δύσκολη είναι η διείσδυση
και η άντληση πληροφοριών για να τους ανακαλύψουν οι υπηρεσίες πληροφοριών,
πριν δράσουν.