«Η
Ελλάδα ξεμένει από εναλλακτικές λύσεις» εξηγούσε έγκυρος και άριστος γνώστης
των εξελίξεων. Κάθε μέρα η κατάσταση χειροτερεύει. Η μεταναστευτική κρίση
διατυμπανίζει την ανικανότητα του κράτους μας να επιτύχει με ανθρωπιά τον άμεσο
περιορισμό του κύματος δυστυχίας που κατευθύνεται προς τα πλούσια κράτη μέσω
της βαλκανικής ραχοκοκαλιάς.
Επί
πολλούς μήνες, είτε πρόκειται για την εθνική μας οικονομία, είτε για την
ασφάλεια του κοινού νομίσματος, είτε για την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής
ενότητας, είτε για την αντιμετώπιση των συνεπειών του νέου μεσανατολικού, η
Ελλάδα παραμένει τμήμα του προβλήματος και ποτέ εργαλείο για την επίλυσή του.
Ολα αυτά επιταχύνουν τη διάλυση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της
οικονομίας. Ελάχιστοι διατηρούν κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία, πάντοτε με την
προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα ικανοποιήσει μέσα στον Μάρτιο τις απαιτήσεις των
δανειστών μας. Αν κλείσει η αξιολόγηση, λένε οι εναπομείναντες αισιόδοξοι, θα
αναδειχθούν ευκαιρίες ανάταξης της συγκυρίας. Με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση
θα τρέξει χωρίς άλλη καθυστέρηση να εφαρμόσει τα συμφωνημένα.
Οι
συγκρατημένα απαισιόδοξοι, μεταξύ των οποίων όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες, υιοθετούν το «δεν θα το πιστεύσουμε αν δεν το έχουμε δει». Δεν
έχουν πειστεί ότι η ομάδα Τσίπρα διαθέτει τις ικανότητες που απαιτεί η
διαχείριση της κρίσης την οποία προκάλεσε η «αριστεροδέξια αντιμνημονιακή και
καθόλου ευρωπαϊστική πολιτική της πλειοψηφίας, που έχει στα χέρια της τις τύχες
της χώρας σας», όπως γλαφυρά εξηγούσε έμπειρος διπλωμάτης.
Είναι
σαφές ότι η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει αυτό που στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι θα
μπορούσε να είναι η «αποδεκτή καθυστέρηση» στην εφαρμογή του συμφωνημένου
προγράμματος.
Παρατηρούν,
μάλιστα, ότι το τρίτο μνημόνιο είναι αρκούντως λεπτομερές και οι μεταρρυθμίσεις
που περιλαμβάνει έχουν περιγραφεί με ακρίβεια. Ετσι, οι τεχνοκράτες δεν έχουν
τίποτε περισσότερο να κάνουν από την απλή σύγκριση όσων ισχυρίζονται τα
κυβερνητικά στελέχη με εκείνα που περιλαμβάνει η νομοθεσία του τρίτου
μνημονίου.
Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει, κάθε φορά, απόκλιση και υστέρηση. Οι
Ευρωπαίοι αρκούνται στην επισήμανση αυτών των διαφορών. Αφήνουν τη «βρώμικη
δουλειά» στο Ταμείο. Πράγματι, το ΔΝΤ, που θα προτιμούσε να μην είχε
εμπλακεί εκ νέου στο ελληνικό πρόγραμμα, έχει βάλει πολύ ψηλά τον πήχυ.
Ολα αυτά
οδηγούν στην επαναφορά του διλήμματος που ταλανίζει μεγάλη μερίδα των πολιτικών
μας. Ηδη ορισμένοι αντιλαμβάνονται ότι διαμορφώνονται οι συνθήκες που θα
οδηγούσαν τον κ. Τσίπρα στην υιοθέτηση ενός νέου διλήμματος, μέσω του οποίου,
αν φτάσουμε ώς εκεί, θα ζητηθεί από τους πολίτες να απαντήσουν στο άμεσο και απλούστατο
ερώτημα: «Μνημόνιο ή Δραχμή;»,
Η φάκα
έχει ήδη στηθεί και όσοι, όπως η πτέρυγα Σόιμπλε, θεωρούν σίγουρο ότι, τελικώς,
η Ελλάδα θα «πέσει μέσα», δεν βιάζονται καθόλου. Συναφής είναι η συζήτηση για
την παροχή βοήθειας ύψους «50 δισεκατομμυρίων» (!) την οποία τροφοδοτούν όσοι
έχουν επενδύσει τα συμφέροντά τους στην αποχώρηση της χώρας από την Ευρωζώνη.
Πρέπει να
παρατηρήσουμε ότι η διέξοδος της δραχμής δεν συνδέεται τόσο με την υποτίμηση
του νομίσματος, όπως μέχρι πρότινος θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Αλλά με την
ευχέρεια που θα αποκτήσει το κράτος να εκδώσει νέο εσωτερικό χρέος, ώστε να
αποκτήσει μέσα πληρωμής των υποχρεώσεών του, όπως για παράδειγμα οι συντάξεις
και τα πάρα πολλά χρεωστούμενα.
Οπως
σημειώνεται στη σελίδα 117 της Εκθεσης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος,
Γιάννη Στουρνάρα, η «διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας σε όρους σχετικών
τιμών και κόστους εργασίας συνέχισε να βελτιώνεται». Με απλά λόγια, η ισοτιμία
μας είναι χαμηλότερη από εκείνη που είχαμε το 2000, έτος αποδοχής μας στην
Ευρωζώνη. Εχουμε πλησιάσει στο σημείο στο οποίο μια ομάδα πολιτικών, «έτοιμων
για όλα», θα μπορούσε να σκεφτεί το μέχρι προσφάτως ανεπίτρεπτο!