Ακρως βιαστική ήταν η επιλογή να τεθεί την επομένη των
ευρωεκλογών θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου, και συγκεκριμένα η κατάργηση του
μπόνους των 50 εδρών που λαμβάνει το πρώτο κόμμα βάσει της ισχύουσας
νομοθεσίας.
Ο Αντ. Σαμαράς, ως ηγέτης ενός κεντροδεξιού κόμματος εξουσίας,
αντέδρασε -ευτυχώς- ψύχραιμα και «έκοψε» κάθε συζήτηση, δηλώνοντας σε όλους
τους τόνους ότι για τη ΝΔ δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Ο πρωθυπουργός απέμπλεξε το
κόμμα του από τη φθορά μιας τέτοιας συζήτησης, δεν έδωσε το δικαίωμα στον
ΣΥΡΙΖΑ να αντεπιτεθεί και τόνωσε το ηθικό των κομματικών του στελεχών.
Σε ό,τι αφορά την ουσία, είναι βέβαιο ότι χωρίς τη
σύμφωνη γνώμη της ΝΔ, δεν μπορεί να «περάσει» μια τέτοια επιλογή από την
παρούσα Βουλή. Ετσι, όλη η συζήτηση που ξεκίνησε τα τελευταία 24ωρα, έγινε
χωρίς να υπάρχει ουσία, τουλάχιστον για την κεντροδεξιά παράταξη της χώρας.
Για
τη ΝΔ, ο στόχος της αυτοδυναμίας -υπό τις παρούσες συνθήκες- μπορεί να έχει
ατονήσει, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό να υπάρχουν έστω ισχυροί
κομματικοί μηχανισμοί που να μπορούσαν να συνεργαστούν (κάτι που επιτρέπει ο
σημερινός εκλογικός νόμος) παρά ένας κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος,
στο οποίο θα μπορούσαν με την απλή και άδολη αναλογική να εισέλθουν αμφίβολης
εθνικής συνείδησης πρόσωπα ή και κόμματα.
Για τον Αντ.
Σαμαρά, η άρνηση να
συμμετάσχει έστω σε μια τέτοια κουβέντα αποτέλεσε δείγμα πολιτικής αξιοπιστίας,
κάτι που θα πρέπει να του αναγνωρίσουν φίλοι και αντίπαλοι. Κατά τα άλλα, το
τρικ του ΣΥΡΙΖΑ, που έθεσε ως προϋπόθεση την παραίτηση της κυβέρνησης για να
συναινέσει στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, θα έπρεπε να θεωρηθεί αναμενόμενο.