ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
Η διευθέτηση της υπόθεσης του Μαβί Μαρμαρά θα ολοκληρωθεί σύντομα
και με τρόπο που να ικανοποιεί και την Τουρκία και το Ισραήλ, ώστε να μπορέσουν
να εξομαλύνουν τις σχεδόν επί τέσσερα χρόνια βραχυκυκλωμένες διμερείς σχέσεις
τους.
Η εξέλιξη αυτή, ζητούμενη σχεδόν από την επαύριον
της αιματηρής σύγκρουσης με θύματα Τούρκους ακτιβιστές στα ανοικτά της Γάζας,
επιταχύνθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η στροφή της Ουάσιγκτον σε σχέση με το Ιράν και τη Συρία
έπληξε
για διαφορετικούς λόγους τις επιδιώξεις της Αγκυρας και του Τελ Αβίβ, με τις
ΗΠΑ να πιέζουν πλέον ανοικτά τον μεν Νετανιάχου για επίλυση του Παλαιστινιακού,
τον δε Ερντογάν για τερματισμό της προσπάθειας ελέγχου της κουρδικής οντότητας
του Βορείου Ιράκ, με τη διοχέτευση της πετρελαϊκής του παραγωγής μέσω της
τουρκικής επικράτειας.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση επιστροφή στο
«ειδύλλιο» του παρελθόντος ανάμεσα στη στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας και το
Ισραήλ, που κορυφώθηκε στις αρχές του 1996 με τη συμφωνία διμερούς στρατιωτικής
συνεργασίας.
Το σπασμένο γυαλί θα συγκολληθεί, αλλά θα παραμείνει ραγισμένο: Το
βασικό στρατηγικό πλεονέκτημα της Τουρκίας για το Ισραήλ, ένα άτεγκτο,
αυταρχικό, αλλά προβλέψιμο κοσμικό καθεστώς, που ελέγχει προληπτικά και
κατασταλτικά μια μουσουλμανική κοινωνία και χρειάζεται διαρκώς την υποστήριξη
της Δύσης -δηλαδή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους- δεν υπάρχει πια και δεν
πρόκειται να παλινορθωθεί.
Η απόφαση Ερντογάν να εξομαλύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ είναι
σαν την πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας να αυξήσει τα
επιτόκια: Ερχεται πολύ αργά για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη.
Τα παραπάνω
δεν θίγουν σε καμία περίπτωση τη διμερή συνεργασία Ελλάδας - Ισραήλ, που έχει
τη δική της δυναμική και δεν είναι συμμαχία εναντίον τρίτων. Μας δείχνουν ότι η
μόνη πλέον επιλογή του Ερντογάν είναι η πλήρης εξομάλυνση με τις ΗΠΑ και τους
συμμάχους τους.