Εκτός από το περιεχόμενο της
συμφωνίας στο Eurogroup και τις σχετικές δηλώσεις, αμερικανικά ΜΜΕ καταγράφουν
τις εκτιμήσεις για την εικόνα της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τις επόμενες
κινήσεις από το ΔΝΤ, την ευρωζώνη και την Ελλάδα.
Σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal, επικαλούμενη τις δηλώσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που χαιρέτησε τις δεσμεύσεις των μελών του Eurogroup για μείωση του ελληνικού χρέους, επαναλαμβάνει ότι η ίδια θα προτείνει την εκταμίευση της επόμενης δανειακής δόσης προς την Αθήνα, μόνο εφόσον σημειωθεί πρόοδος ως προς στις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων εταίρων.
Σε άλλα δημοσιεύματα επισημαίνεται, ότι σε αντάλλαγμα για το επίπεδο βιωσιμότητας του χρέους στο 124% του ΑΕΠ το 2020, η κ. Λαγκάρντ εξασφάλισε τη δέσμευση για μείωση των επιπέδων χρέους στο 110% το 2022 και ένα σημαντικό μέρος του χρέους θα πρέπει να μειωθεί μέσω του προγράμματος επαναγοράς, του οποίου οι λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί.
Επιπλέον, διατυπώνεται η άποψη ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αρνούνται να αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες του προγράμματος, φοβούμενοι ότι θα προκληθεί αύξηση των τιμών των ελληνικών ομολόγων.
Οι New York Times, η Wall Street Journal και άλλες μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες κάνουν αναφορά στη «γεφύρωση του αδιεξόδου» κατά τις διαπραγματεύσεις των διεθνών πιστωτών της Ελλάδας, σε σχέση με το δανειακό της πρόγραμμα, γεγονός που ανοίγει το δρόμο για την εκταμίευση της επόμενης δανειακής δόσης.
Μεταξύ άλλων, προβάλλονται οι δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων για την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα, καθώς και οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, για «μια νέα μέρα για την Ελλάδα» και του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, ότι «τώρα, η μεγάλη πρόκληση είναι η εφαρμογή των αποφάσεων».
Σε διάφορες ιστοσελίδες, όπως των τηλεοπτικών δικτύων CNN και CNBC, υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η αμφιβολία τους για την επιτυχία του όλου προγράμματος, καθώς προκρίνουν ως την πλέον αποτελεσματική λύση την διαγραφή του ελληνικού χρέους, τον περιορισμό της λιτότητας και την επαναφορά της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα έχει ένα υπέρογκο χρέος, που δύσκολα μπορεί να ισοσκελίσει η όποια ανάπτυξη, καθιστώντας το βιώσιμο σε έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα. Ενδεικτική είναι η δήλωση ενός στελέχους τράπεζας στη Σιγκαπούρη, πως «μολονότι οι αποφάσεις του Eurogroup είναι σε γενικές γραμμές πολύ θετικές για την Ελλάδα, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες».
Σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal, επικαλούμενη τις δηλώσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που χαιρέτησε τις δεσμεύσεις των μελών του Eurogroup για μείωση του ελληνικού χρέους, επαναλαμβάνει ότι η ίδια θα προτείνει την εκταμίευση της επόμενης δανειακής δόσης προς την Αθήνα, μόνο εφόσον σημειωθεί πρόοδος ως προς στις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων εταίρων.
Σε άλλα δημοσιεύματα επισημαίνεται, ότι σε αντάλλαγμα για το επίπεδο βιωσιμότητας του χρέους στο 124% του ΑΕΠ το 2020, η κ. Λαγκάρντ εξασφάλισε τη δέσμευση για μείωση των επιπέδων χρέους στο 110% το 2022 και ένα σημαντικό μέρος του χρέους θα πρέπει να μειωθεί μέσω του προγράμματος επαναγοράς, του οποίου οι λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί.
Επιπλέον, διατυπώνεται η άποψη ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αρνούνται να αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες του προγράμματος, φοβούμενοι ότι θα προκληθεί αύξηση των τιμών των ελληνικών ομολόγων.
Οι New York Times, η Wall Street Journal και άλλες μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες κάνουν αναφορά στη «γεφύρωση του αδιεξόδου» κατά τις διαπραγματεύσεις των διεθνών πιστωτών της Ελλάδας, σε σχέση με το δανειακό της πρόγραμμα, γεγονός που ανοίγει το δρόμο για την εκταμίευση της επόμενης δανειακής δόσης.
Μεταξύ άλλων, προβάλλονται οι δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων για την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα, καθώς και οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, για «μια νέα μέρα για την Ελλάδα» και του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, ότι «τώρα, η μεγάλη πρόκληση είναι η εφαρμογή των αποφάσεων».
Σε διάφορες ιστοσελίδες, όπως των τηλεοπτικών δικτύων CNN και CNBC, υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η αμφιβολία τους για την επιτυχία του όλου προγράμματος, καθώς προκρίνουν ως την πλέον αποτελεσματική λύση την διαγραφή του ελληνικού χρέους, τον περιορισμό της λιτότητας και την επαναφορά της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα έχει ένα υπέρογκο χρέος, που δύσκολα μπορεί να ισοσκελίσει η όποια ανάπτυξη, καθιστώντας το βιώσιμο σε έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα. Ενδεικτική είναι η δήλωση ενός στελέχους τράπεζας στη Σιγκαπούρη, πως «μολονότι οι αποφάσεις του Eurogroup είναι σε γενικές γραμμές πολύ θετικές για την Ελλάδα, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες».